Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
ε-πί-λο-γος
επίλογος n. masc.
|
επίλογος n.
επι- [epi]
επί- [epí] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
επ- [ep] και έπ- [ép] πριν από φωνήεν
εφ- [ef] και έφ- [éf] παλαιότερα, πριν από δασυνόμενο φωνήεν
Προέρχεται από την αρχαία πρόθεση επί.
1. Πάνω ή από πάνω
Το επι- είναι λόγιας προέλευσης και σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι βρίσκεται πάνω σε μια επιφάνεια. Για παράδειγμα, ένα επίχρυσο δαχτυλίδι είναι καλυμμένο εξωτερικά με χρυσό· όταν επιχωματώνουμε μια έκταση σημαίνει ότι ρίχνουμε από πάνω χώμα για να την καλύψουμε.
επιβίβαση | επάργυρος, -η, -ο | επιβιβάζομαι |
επιγονατίδα | επίγειος, -α, -ο | επιδένω |
επιγραφή | επιτραπέζιος, -α, -ο | επικαλύπτω |
επίδεσμος | επιτύμβιος, -α, -ο | επικολλώ |
επίθεμα | επίχρυσος, -η, -ο | επιπλέω |
επικάλυψη | έφιππος, -η, -ο | επιστρώνω |
επικεφαλίδα | επιχρίω | |
επικόλληση | επιχωματώνω | |
επιμετάλλωση | ||
επίστρωμα | ||
επιφάνεια | ||
επίχριση | ||
επιχωμάτωση |
2. Ανώτερη θέση
Το επι- σχηματίζει ουσιαστικά που δηλώνουν ότι ένα πρόσωπο κατέχει θέση πάνω από κάποιον άλλο σε μια ιεραρχία. Για παράδειγμα, ο επίλαρχος είναι ο αξιωματικός του στρατού ξηράς που βρίσκεται στην ιεραρχία πάνω από τον ίλαρχο.
3. Ορισμένη χρονική στιγμή
Το επι- σχηματίζει επίθετα που δηλώνουν ότι κάτι γίνεται με την ευκαιρία ενός γεγονότος ή ακριβώς μετά από αυτό. Για παράδειγμα, ο επικήδειος λόγος εκφωνείται κατά τη διάρκεια κηδείας, ενώ η επιλόχεια κατάθλιψη συμβαίνει ακριβώς μετά τον τοκετό (λοχεία).
✔ Κάποιες λέξεις με το επι- αναφέρονται στη διάρκεια μιας ενέργειας ή κατάστασης. Για παράδειγμα, όταν ένα νοσοκομείο εφημερεύει είναι σε υπηρεσία ολόκληρο το εικοσιτετράωρο, ενώ λέμε ότι κάποια έθιμα επιβιώνουν όταν εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι σήμερα.
4. Εχθρική διάθεση
Το επι- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μια πράξη γίνεται με εχθρική διάθεση εναντίον κάποιου. Για παράδειγμα, όταν κάποιος μου επιτίθεται έρχεται εχθρικά προς το μέρος μου, ενώ όταν μας επιβουλεύονται θέλουν το κακό μας.
επιβουλή | επιβουλεύομαι |
επιδρομή | επιπλήττω |
επίθεση | επιρρίπτω |
επίπληξη | επιτίθεμαι |
επιφέρω |
5. Αποτέλεσμα
Το επι- σχηματίζει επίθετα που αναφέρονται στο αναμενόμενο ή πραγματικό αποτέλεσμα μιας ενέργειας. Για παράδειγμα, όταν μια επιχείρηση αποφέρει κέρδη είναι επικερδής, ενώ όταν ένα σπορ θέτει σε κίνδυνο τη ζωή μας είναι επικίνδυνο.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ
•Κάποιες φορές, το επι- συμπληρώνει ή επιτείνει την αρχική σημασία της λέξης. Για παράδειγμα, όταν επιβεβαιώνουμε μια φήμη τη βεβαιώνουμε οριστικά, ενώ η επιμόρφωση είναι συμπληρωματική κατάρτιση πάνω σε ένα τομέα.
επιβάρυνση | επαυξάνω |
επιβεβαίωση | επιβαρύνω |
επιβράβευση | επιβεβαιώνω |
επιβράδυνση | επιβραβεύω |
επιδείνωση | επιβραδύνω |
επίδειξη | επιδεικνύω |
επιδιόρθωση | επιδεινώνω |
επιδότηση | επιδιορθώνω |
επικύρωση | επιδοτώ |
επιμήκυνση | επικεντρώνω |
επιμόρφωση | επικυρώνω |
επιτάχυνση | επιμηκύνω |
επιχορήγηση | επιμορφώνω |
επισφραγίζω | |
επιταχύνω | |
επιχορηγώ |
-λογ-
Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -λογ- αναφέρονται στην έκφραση λόγου, γνώμης και σκέψης ή στη συλλογή, συγκέντρωση πραγμάτων.Το συστατικό -λογ- προέρχεται από το ρήμα λέγω, το οποίο έχει δύο σημασίες: 1. λέω, εκφράζω 2. μαζεύω, συλλέγω. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:
Ρήματα
-λογάω [loγáo]
Πρόκειται για λέξεις του καθημερινού λόγου που δηλώνουν ότι κάτι γίνεται σε έντονο βαθμό. Για παράδειγμα, λέμε ότι τραβολογάμε κάποιον όταν τον τραβάμε ξανά και ξανά με τρόπο που τον κουράζει ή τον εκνευρίζει.
-λογώ [loγó]
Τα περισσότερα ρήματα σε -λογώ αναφέρονται στην έκφραση μέσω του λόγου. Για παράδειγμα, όταν επιχειρηματολογούμε σχετικά με κάποιο θέμα εκφράζουμε τα επιχειρήματά μας πάνω σε αυτό· όταν κακολογούμε κάποιον μιλάμε σε βάρος του.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ
•Λιγότερα είναι τα ρήματα σε -λογώ που αναφέρονται στη συλλογή, συγκέντρωση. Για παράδειγμα, όταν κανείς στρατολογεί κάποιον τον κατατάσσει στο στρατιωτικό σώμα.
•Τα ρήματα σε -λογώ μπορεί να έχουν και άλλες σημασίες. Για παράδειγμα, όταν κρυολογούμε παθαίνουμε κρυολόγημα· όταν πληκτρολογούμε ένα κείμενο το γράφουμε σε υπολογιστή πατώντας τα πλήκτρα· όταν το κράτος φορολογεί ένα προϊόν επιβάλλει το φόρο που του αναλογεί.
✔ Δεν έχουν ενεργητική φωνή τα ρήματα απολογούμαι και φημολογείται (μόνο στο γ' πρόσωπο).
⇨ Με τη σημασία «λέγω» συναντούμε και κάποια λίγα ρήματα που τελειώνουν σε -λεκτώ, όπως κυριολεκτώ, ακυριολεκτώ (και σπανιότερα ακυρολεκτώ).
Ουσιαστικά
-λόγηση [lójisi]
Για παράδειγμα, όταν κάνουμε εξομολόγηση σε κάποιον του λέμε εμπιστευτικά τις σκέψεις ή τα συναισθήματά μας· η συνθηκολόγηση είναι η συμφωνία (συνθήκη) μεταξύ νικητή και ηττημένου με την οποία τερματίζεται ένας πόλεμος.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ
•Για παράδειγμα, η στρατολόγηση κάποιου είναι η κατάταξή του στο στρατιωτικό σώμα.
-λογία [lojía]
Για παράδειγμα, η ψευδολογία είναι η ενέργεια του να λέω ψέματα· οι περιττολογίες είναι οι περιττές κουβέντες· η σκανδαλολογία είναι η έντονη συζήτηση γύρω από πιθανά σκάνδαλα.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ
• (επιστημ.) Πολλές λέξεις σε -λογία αναφέρονται σε ορισμένο επιστημονικό κλάδο. Για παράδειγμα, η γλωσσολογία είναι η επιστήμη που ασχολείται με τα γλωσσικά φαινόμενα· η ζωολογία είναι η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ζώων.
✔ Σπάνια, στον προφορικό λόγο, συναντούμε το -λογία και ως -λογιά.
✔ Κάποιες λέξεις σε -λογιά αναφέρονται σε σύνολο ανθρώπων. Για παράδειγμα, η φτωχολογιά είναι το σύνολο των φτωχών ανθρώπων.
-λόγιο [lójio]
Για παράδειγμα, στο απουσιολόγιο καταγράφονται τα ονόματα όσων απουσιάζουν από το μάθημα· το δρομολόγιο ενός τρένου είναι η προγραμματισμένη αναχώρησή του προς ορισμένο προορισμό αλλά και η καθορισμένη διαδρομή που ακολουθεί.
-λογο [loγo]
Για παράδειγμα, όταν κάποιος μιλάει με μισόλογα δε λέει ξεκάθαρα αυτό που θέλει να πει, μασάει τα λόγια του.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ
• (οικον.) Στο οικονομικό λεξιλόγιο, το ομόλογο είναι χρηματιστηριακός τίτλος (είδος μετοχής) που αντιπροσωπεύει ορισμένο ποσοστό ενός δανείου και εξοφλείται στον κάτοχό του μετά τη λήξη του δανείου στην ονομαστική του τιμή.
-λογος [loγos]
Για παράδειγμα, ο διάλογος είναι συζήτηση μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων γύρω από ένα θέμα· ο πρόλογος είναι το εισαγωγικό μέρος ενός κειμένου ή μιας ομιλίας· ο σύλλογος είναι ομάδα ανθρώπων με κοινό στόχο και δράση. Κάποιες λέξεις σε -λογος αναφέρονται σε πρόσωπα (φιλόλογος, δωσίλογος).
-λόγος [lóγos] (αρσ. και θηλ.)
Για παράδειγμα, ο ηθικολόγος είναι αυτός που ηθικολογεί, που κρίνει πολύ αυστηρά τις πράξεις των άλλων με βάση την ηθκή· ο απουσιολόγος είναι ο υπεύθυνος για την καταγραφή του απουσιολογίου.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ
• (επιστημ.) Λέξεις σε -λόγος αναφέρονται σε ειδικό επιστήμονα. Για παράδειγμα, ο γλωσσολόγος είναι ο επιστήμονας που ασχολείται με τη γλωσσολογία· ο παθολόγος είναι ο γιατρός που ασκεί τη γενική ιατρική.
-λόι [lói]
Στον προφορικό λόγο, λέξεις με βʹ συστατικό -λόι δηλώνουν ένα σύνολο όμοιων προσώπων ή πραγμάτων. Για παράδειγμα, το συγγενολόι είναι το σύνολο των συγγενών. Κάποιες άλλες λέξεις δηλώνουν απλώς αντικείμενα (π.χ. ρολόι, κομπολόι).
Επίθετα
-λόγητος [lójitos], -λόγητη, -λόγητο
Για παράδειγμα, ασυναρμολόγητο είναι κάτι που δεν το έχουν ακόμη συναρμολογήσει.
✔ Αυτά τα επίθετα σχηματίζονται με το στερητικό α-*.
-λογικός [lojikós], -λογική, -λογικό
Για παράδειγμα, μια αοριστολογική ομιλία χαρακτηρίζεται από αοριστολογία· μια κοινωνιολογική έρευνα σχετίζεται με την κοινωνιολογία· ένα στρατολογικό έγγραφο σχετίζεται με τη στρατολογία.
-λογος [loγos], -λογη, -λογο
Για παράδειγμα, αξιόλογο είναι κάτι που είναι άξιο λόγου, δηλαδή ιδιαίτερα καλό ή σημαντικό· κάποιος που είναι ετοιμόλογος δίνει γρήγορες και εύστοχες απαντήσεις.
-λόγος [lóγos], -λόγος/-λόγα, -λόγο
Για παράδειγμα, ο ακριβολόγος είναι αυτός που ακριβολογεί· ο συμφεροντολόγος είναι αυτός που ενδιαφέρεται μόνο για το προσωπικό του συμφέρον.
✔ Πολλά από αυτά τα επίθετα συνηθίζονται ως ουσιαστικά (π.χ. ψευδολόγος, συμφεροντολόγος).
8 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ
• (ιατρ.) Στο ιατρικό λεξιλόγιο, το επι- σχηματίζει όρους της ανατομίας.