Lexiscope: εξαφανίζω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

ε-ξα-φα-νί-ζω

Morphology

εξαφανίζω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stεξαφανίζωεξαφανίζουμε & εξαφανίζομε dial.
2ndεξαφανίζειςεξαφανίζετε
3rdεξαφανίζειεξαφανίζουν & εξαφανίζουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndεξαφάνιζεεξαφανίζετε
Present-Participleεξαφανίζοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stεξαφάνισαεξαφανίσαμε
2ndεξαφάνισεςεξαφανίσατε
3rdεξαφάνισεεξαφάνισαν & εξαφανίσαν oral. & εξαφανίσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stεξαφανίσωεξαφανίσουμε & εξαφανίσομε dial.
2ndεξαφανίσειςεξαφανίσετε
3rdεξαφανίσειεξαφανίσουν & εξαφανίσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndεξαφάνισεεξαφανίσετε & εξαφανίστε
Simple past-Infinitiveεξαφανίσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stεξαφάνιζαεξαφανίζαμε
2ndεξαφάνιζεςεξαφανίζατε
3rdεξαφάνιζεεξαφάνιζαν & εξαφανίζαν oral. & εξαφανίζανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stεξαφανίζομαιεξαφανιζόμαστε
2ndεξαφανίζεσαιεξαφανίζεστε & εξαφανιζόσαστε oral.
3rdεξαφανίζεταιεξαφανίζονται
Present-Imperative
Plural
2ndεξαφανίζεστε
Present-Participleεξαφανιζόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stεξαφανίστηκα & εξαφανίσθηκα learn. εξαφανιστήκαμε & εξαφανισθήκαμε learn.
2ndεξαφανίστηκες & εξαφανίσθηκες learn. εξαφανιστήκατε & εξαφανισθήκατε learn.
3rdεξαφανίστηκε & εξαφανίσθηκε learn. εξαφανίστηκαν & εξαφανίσθηκαν learn. & εξαφανιστήκαν oral. & εξαφανιστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stεξαφανιστώ & εξαφανισθώ learn. εξαφανιστούμε & εξαφανισθούμε learn.
2ndεξαφανιστείς & εξαφανισθείς learn. εξαφανιστείτε & εξαφανισθείτε learn.
3rdεξαφανιστεί & εξαφανισθεί learn. εξαφανιστούν & εξαφανισθούν learn. & εξαφανισθούνε learn. & εξαφανιστούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndεξαφανίσουεξαφανιστείτε & εξαφανισθείτε learn.
Simple past-Infinitiveεξαφανιστεί & εξαφανισθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stεξαφανιζόμουν & εξαφανιζόμουνα oral. εξαφανιζόμασταν & εξαφανιζόμαστε
2ndεξαφανιζόσουν & εξαφανιζόσουνα oral. εξαφανιζόσασταν & εξαφανιζόσαστε oral.
3rdεξαφανιζόταν & εξαφανιζότανε oral. εξαφανίζονταν & εξαφανιζόντανε oral. & εξαφανιζόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleεξαφανισμένος

Synonyms - Antonyms

εξαφανίζω v.

  1. Sκρύβω3, αποκρύπτω1 Aεμφανίζω1, φανερώνω1
  2. Sεξαλείφω, σβήνω4
  3. Sαφανίζω, εκμηδενίζω1, καταστρέφω1

εξαφανίζομαι

Sχάνομαι1


6 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.