Lexiscope: εξανθρωπίζω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

ε-ξαν-θρω-πί-ζω

Morphology

εξανθρωπίζω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stεξανθρωπίζωεξανθρωπίζουμε & εξανθρωπίζομε dial.
2ndεξανθρωπίζειςεξανθρωπίζετε
3rdεξανθρωπίζειεξανθρωπίζουν & εξανθρωπίζουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndεξανθρώπιζεεξανθρωπίζετε
Present-Participleεξανθρωπίζοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stεξανθρώπισαεξανθρωπίσαμε
2ndεξανθρώπισεςεξανθρωπίσατε
3rdεξανθρώπισεεξανθρώπισαν & εξανθρωπίσαν oral. & εξανθρωπίσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stεξανθρωπίσωεξανθρωπίσουμε & εξανθρωπίσομε dial.
2ndεξανθρωπίσειςεξανθρωπίσετε
3rdεξανθρωπίσειεξανθρωπίσουν & εξανθρωπίσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndεξανθρώπισεεξανθρωπίσετε & εξανθρωπίστε
Simple past-Infinitiveεξανθρωπίσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stεξανθρώπιζαεξανθρωπίζαμε
2ndεξανθρώπιζεςεξανθρωπίζατε
3rdεξανθρώπιζεεξανθρώπιζαν & εξανθρωπίζαν oral. & εξανθρωπίζανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stεξανθρωπίζομαιεξανθρωπιζόμαστε
2ndεξανθρωπίζεσαιεξανθρωπίζεστε & εξανθρωπιζόσαστε oral.
3rdεξανθρωπίζεταιεξανθρωπίζονται
Present-Imperative
Plural
2ndεξανθρωπίζεστε
Present-Participleεξανθρωπιζόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stεξανθρωπίστηκα & εξανθρωπίσθηκα learn. εξανθρωπιστήκαμε & εξανθρωπισθήκαμε learn.
2ndεξανθρωπίστηκες & εξανθρωπίσθηκες learn. εξανθρωπιστήκατε & εξανθρωπισθήκατε learn.
3rdεξανθρωπίστηκε & εξανθρωπίσθηκε learn. εξανθρωπίστηκαν & εξανθρωπίσθηκαν learn. & εξανθρωπιστήκαν oral. & εξανθρωπιστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stεξανθρωπιστώ & εξανθρωπισθώ learn. εξανθρωπιστούμε & εξανθρωπισθούμε learn.
2ndεξανθρωπιστείς & εξανθρωπισθείς learn. εξανθρωπιστείτε & εξανθρωπισθείτε learn.
3rdεξανθρωπιστεί & εξανθρωπισθεί learn. εξανθρωπιστούν & εξανθρωπισθούν learn. & εξανθρωπισθούνε learn. & εξανθρωπιστούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndεξανθρωπίσουεξανθρωπιστείτε & εξανθρωπισθείτε learn.
Simple past-Infinitiveεξανθρωπιστεί & εξανθρωπισθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stεξανθρωπιζόμουν & εξανθρωπιζόμουνα oral. εξανθρωπιζόμασταν & εξανθρωπιζόμαστε
2ndεξανθρωπιζόσουν & εξανθρωπιζόσουνα oral. εξανθρωπιζόσασταν & εξανθρωπιζόσαστε oral.
3rdεξανθρωπιζόταν & εξανθρωπιζότανε oral. εξανθρωπίζονταν & εξανθρωπιζόντανε oral. & εξανθρωπιζόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleεξανθρωπισμένος

Synonyms - Antonyms

εξανθρωπίζω v.

Sεκπολιτίζω, εξευγενίζω: Η παιδεία εξανθρωπίζει τον άνθρωπο. Aαποκτηνώνω


5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.