Lexiscope: εξακοντίζω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

ε-ξα-κο-ντί-ζω

Morphology

εξακοντίζω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stεξακοντίζωεξακοντίζουμε & εξακοντίζομε dial.
2ndεξακοντίζειςεξακοντίζετε
3rdεξακοντίζειεξακοντίζουν & εξακοντίζουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndεξακόντιζεεξακοντίζετε
Present-Participleεξακοντίζοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stεξακόντισαεξακοντίσαμε
2ndεξακόντισεςεξακοντίσατε
3rdεξακόντισεεξακόντισαν & εξακοντίσαν oral. & εξακοντίσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stεξακοντίσωεξακοντίσουμε & εξακοντίσομε dial.
2ndεξακοντίσειςεξακοντίσετε
3rdεξακοντίσειεξακοντίσουν & εξακοντίσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndεξακόντισεεξακοντίσετε & εξακοντίστε
Simple past-Infinitiveεξακοντίσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stεξακόντιζαεξακοντίζαμε
2ndεξακόντιζεςεξακοντίζατε
3rdεξακόντιζεεξακόντιζαν & εξακοντίζαν oral. & εξακοντίζανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stεξακοντίζομαιεξακοντιζόμαστε
2ndεξακοντίζεσαιεξακοντίζεστε & εξακοντιζόσαστε oral.
3rdεξακοντίζεταιεξακοντίζονται
Present-Imperative
Plural
2ndεξακοντίζεστε
Present-Participleεξακοντιζόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stεξακοντίστηκα & εξακοντίσθηκα learn. εξακοντιστήκαμε & εξακοντισθήκαμε learn.
2ndεξακοντίστηκες & εξακοντίσθηκες learn. εξακοντιστήκατε & εξακοντισθήκατε learn.
3rdεξακοντίστηκε & εξακοντίσθηκε learn. εξακοντίστηκαν & εξακοντίσθηκαν learn. & εξακοντιστήκαν oral. & εξακοντιστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stεξακοντιστώ & εξακοντισθώ learn. εξακοντιστούμε & εξακοντισθούμε learn.
2ndεξακοντιστείς & εξακοντισθείς learn. εξακοντιστείτε & εξακοντισθείτε learn.
3rdεξακοντιστεί & εξακοντισθεί learn. εξακοντιστούν & εξακοντισθούν learn. & εξακοντισθούνε learn. & εξακοντιστούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndεξακοντίσουεξακοντιστείτε & εξακοντισθείτε learn.
Simple past-Infinitiveεξακοντιστεί & εξακοντισθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stεξακοντιζόμουν & εξακοντιζόμουνα oral. εξακοντιζόμασταν & εξακοντιζόμαστε
2ndεξακοντιζόσουν & εξακοντιζόσουνα oral. εξακοντιζόσασταν & εξακοντιζόσαστε oral.
3rdεξακοντιζόταν & εξακοντιζότανε oral. εξακοντίζονταν & εξακοντιζόντανε oral. & εξακοντιζόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleεξακοντισμένος

Synonyms - Antonyms

εξακοντίζω v. learn

  1. Sεκσφενδονίζω, εκτοξεύω1, εξαπολύω1, ρίχνω1, πετάω1
  2. Sεκστομίζω learn: Εξακοντίζει απειλές.

6 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.