Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
Syllabification
ε-ντυ-πω-σι-ά-ζω
Morphology
εντυπωσιάζω v.
ACTIVE VOICE |
Present-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | εντυπωσιάζω | εντυπωσιάζουμε & εντυπωσιάζομε dial. |
2nd | εντυπωσιάζεις | εντυπωσιάζετε |
3rd | εντυπωσιάζει | εντυπωσιάζουν & εντυπωσιάζουνε oral. |
|
Present-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | εντυπωσίαζε | εντυπωσιάζετε |
|
Present-Participle | εντυπωσιάζοντας |
Simple past-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | εντυπωσίασα | εντυπωσιάσαμε |
2nd | εντυπωσίασες | εντυπωσιάσατε |
3rd | εντυπωσίασε | εντυπωσίασαν & εντυπωσιάσαν oral. & εντυπωσιάσανε oral. |
|
Simple past-Subjunctive |
| Singular | Plural |
1st | εντυπωσιάσω | εντυπωσιάσουμε & εντυπωσιάσομε dial. |
2nd | εντυπωσιάσεις | εντυπωσιάσετε |
3rd | εντυπωσιάσει | εντυπωσιάσουν & εντυπωσιάσουνε oral. |
|
Simple past-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | εντυπωσίασε | εντυπωσιάσετε & εντυπωσιάστε |
|
Simple past-Infinitive | εντυπωσιάσει |
Imperfect-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | εντυπωσίαζα | εντυπωσιάζαμε |
2nd | εντυπωσίαζες | εντυπωσιάζατε |
3rd | εντυπωσίαζε | εντυπωσίαζαν & εντυπωσιάζαν oral. & εντυπωσιάζανε oral. |
|
PASSIVE VOICE |
Present-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | εντυπωσιάζομαι | εντυπωσιαζόμαστε |
2nd | εντυπωσιάζεσαι | εντυπωσιάζεστε & εντυπωσιαζόσαστε oral. |
3rd | εντυπωσιάζεται | εντυπωσιάζονται |
|
Present-Imperative |
|
Present-Participle | εντυπωσιαζόμενος |
Simple past-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | εντυπωσιάστηκα & εντυπωσιάσθηκα learn. | εντυπωσιαστήκαμε & εντυπωσιασθήκαμε learn. |
2nd | εντυπωσιάστηκες & εντυπωσιάσθηκες learn. | εντυπωσιαστήκατε & εντυπωσιασθήκατε learn. |
3rd | εντυπωσιάστηκε & εντυπωσιάσθηκε learn. | εντυπωσιάστηκαν & εντυπωσιάσθηκαν learn. & εντυπωσιαστήκαν oral. & εντυπωσιαστήκανε oral. |
|
Simple past-Subjunctive |
| Singular | Plural |
1st | εντυπωσιαστώ & εντυπωσιασθώ learn. | εντυπωσιαστούμε & εντυπωσιασθούμε learn. |
2nd | εντυπωσιαστείς & εντυπωσιασθείς learn. | εντυπωσιαστείτε & εντυπωσιασθείτε learn. |
3rd | εντυπωσιαστεί & εντυπωσιασθεί learn. | εντυπωσιαστούν & εντυπωσιασθούν learn. & εντυπωσιασθούνε learn. & εντυπωσιαστούνε oral. |
|
Simple past-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | εντυπωσιάσου | εντυπωσιαστείτε & εντυπωσιασθείτε learn. |
|
Simple past-Infinitive | εντυπωσιαστεί & εντυπωσιασθεί learn. |
Imperfect-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | εντυπωσιαζόμουν & εντυπωσιαζόμουνα oral. | εντυπωσιαζόμασταν & εντυπωσιαζόμαστε |
2nd | εντυπωσιαζόσουν & εντυπωσιαζόσουνα oral. | εντυπωσιαζόσασταν & εντυπωσιαζόσαστε oral. |
3rd | εντυπωσιαζόταν & εντυπωσιαζότανε oral. | εντυπωσιάζονταν & εντυπωσιαζόντανε oral. & εντυπωσιαζόντουσαν oral. |
|
Present Perfect-Participle | εντυπωσιασμένος |
Synonyms - Antonyms
εντυπωσιάζω v.
S: κάνω εντύπωση, καταπλήσσω learn, θαμπώνω3
4 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.