Lexiscope: ενσαρκώθηκε

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

εν-σαρ-κώ-θη-κε

Morphology

ενσαρκώνω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stενσαρκώνωενσαρκώνουμε & ενσαρκώνομε dial.
2ndενσαρκώνειςενσαρκώνετε
3rdενσαρκώνειενσαρκώνουν & ενσαρκώνουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndενσάρκωνεενσαρκώνετε
Present-Participleενσαρκώνοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stενσάρκωσαενσαρκώσαμε
2ndενσάρκωσεςενσαρκώσατε
3rdενσάρκωσεενσάρκωσαν & ενσαρκώσαν oral. & ενσαρκώσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stενσαρκώσωενσαρκώσουμε & ενσαρκώσομε dial.
2ndενσαρκώσειςενσαρκώσετε
3rdενσαρκώσειενσαρκώσουν & ενσαρκώσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndενσάρκωσεενσαρκώσετε & ενσαρκώστε
Simple past-Infinitiveενσαρκώσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stενσάρκωναενσαρκώναμε
2ndενσάρκωνεςενσαρκώνατε
3rdενσάρκωνεενσάρκωναν & ενσαρκώναν oral. & ενσαρκώνανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stενσαρκώνομαιενσαρκωνόμαστε
2ndενσαρκώνεσαιενσαρκώνεστε & ενσαρκωνόσαστε oral.
3rdενσαρκώνεταιενσαρκώνονται
Present-Imperative
Plural
2ndενσαρκώνεστε
Present-Participleενσαρκούμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stενσαρκώθηκαενσαρκωθήκαμε
2ndενσαρκώθηκεςενσαρκωθήκατε
3rdενσαρκώθηκεενσαρκώθηκαν & ενσαρκωθήκαν oral. & ενσαρκωθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stενσαρκωθώενσαρκωθούμε
2ndενσαρκωθείςενσαρκωθείτε
3rdενσαρκωθείενσαρκωθούν & ενσαρκωθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndενσαρκώσουενσαρκωθείτε
Simple past-Infinitiveενσαρκωθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stενσαρκωνόμουν & ενσαρκωνόμουνα oral. ενσαρκωνόμασταν & ενσαρκωνόμαστε
2ndενσαρκωνόσουν & ενσαρκωνόσουνα oral. ενσαρκωνόσασταν & ενσαρκωνόσαστε oral.
3rdενσαρκωνόταν & ενσαρκωνότανε oral. ενσαρκώνονταν & ενσαρκωνόντανε oral. & ενσαρκωνόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleενσαρκωμένος

Synonyms - Antonyms

ενσαρκώνω v. learn

  1. Sεκφράζω3, εκπροσωπώ2: Η θεά Δήμητρα ενσάρκωνε τη γονιμότητα της φύσης.
  2. Sυποδύομαι, παίζω8: Τον Πατούχα ενσάρκωσε ο Μάνος Κατράκης.

ενσαρκώθηκε THEOL.

Sενανθρωπίστηκε: Ο Χριστός ενσαρκώθηκε για χάρη των ανθρώπων.

Προθήματα - Επιθήματα

εν- [en]

έν- [én] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
εμ- [em] και έμ- [ém] πριν από /β/, /μ/, /π/, /φ/ ή /ψ/
εγ- [eŋ] και έγ- [éŋ] πριν από /γ/, /κ/, /χ/ ή /ξ/
ελ- [el] και έλ- [él] πριν από /λ/
ερ- [er] και έρ- [ér] πριν από /ρ/

Προέρχεται από την αρχαία πρόθεση εν.

1. Μέσα σε κάτι

Το εν- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι είναι μέσα σε κάτι άλλο ή μέσα σε ένα συγκεκριμένο χώρο. Για παράδειγμα, όταν εμφιαλώνω ένα υγρό το βάζω μέσα σε μπουκάλι (φιάλη).

εγκέφαλος

εγκόσμιος, -α, -ο

εγκιβωτίζω

εγκιβωτισμός

εγχώριος, -α, -ο

εγκλιματίζω

εγκλιματισμός

εμφύλιος, -α, -ο

ελλιμενίζομαι

εμφιάλωση

εμφιαλώνω

ένοικος

ενσαρκώνω

ενσάρκωση

ενσταλάζω

ενσωμάτωση

ενσωματώνω

ενταφίαση

ενταφιάζω

εντοιχισμός

εντοιχίζω

✔ Ορισμένες λέξεις με το εν- δηλώνουν ότι κάτι γίνεται εντός συγκεκριμένων ορίων. Για παράδειγμα, όταν κάτι γίνεται έγκαιρα γίνεται μέσα στα προβλεπόμενα χρονικά περιθώρια.

έγκαιρος, -η, -ο, εμπρόθεσμος, -η, -ο

2. Με ορισμένο τρόπο

Το εν- σχηματίζει επίθετα που δηλώνουν ότι κάτι διαθέτει μια ορισμένη ιδιότητα ή γίνεται με ορισμένο τρόπο. Για παράδειγμα, όταν είμαστε εμπύρετοι έχουμε πυρετό, ενώ η έμμισθη εργασία γίνεται με μισθό.

έγγραφος, -η, -ο, έγκυρος, -η, -ο, έγχορδος, -η, -ο, έγχρωμος, -η, -ο, έλλογος, -η, -ο, έμμετρος, -η, -ο, έμμισθος, -η, -ο, έμπειρος, -η, -ο, εμπύρετος, -η, -ο, εμφανής, -ής, -ές, έμψυχος, -η, -ο, εναγώνιος, -α, -ο, ενάρετος, -η, -ο, ένδικος, -η, -ο, ένοπλος, -η, -ο, ένορκος, -η, -ο, ενσύρματος, -η, -ο, έντοκος, -η, -ο, έντρομος, -η, -ο, έντυπος, -η, -ο, ένυδρος, -η, -ο, ενυπόγραφος, -η, -ο, έρρινος, -η, -ο / ένρινος, -η, -ο, έρρυθμος, -η, -ο

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το α-* (π.χ. έγκυροςάκυρος, εμπύρετοςαπύρετος).


6 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.