Lexiscope: εναρμονίζεται

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

ε-ναρ-μο-νί-ζε-ται

Morphology

εναρμονίζω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stεναρμονίζωεναρμονίζουμε & εναρμονίζομε dial.
2ndεναρμονίζειςεναρμονίζετε
3rdεναρμονίζειεναρμονίζουν & εναρμονίζουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndεναρμόνιζεεναρμονίζετε
Present-Participleεναρμονίζοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stεναρμόνισαεναρμονίσαμε
2ndεναρμόνισεςεναρμονίσατε
3rdεναρμόνισεεναρμόνισαν & εναρμονίσαν oral. & εναρμονίσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stεναρμονίσωεναρμονίσουμε & εναρμονίσομε dial.
2ndεναρμονίσειςεναρμονίσετε
3rdεναρμονίσειεναρμονίσουν & εναρμονίσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndεναρμόνισεεναρμονίσετε & εναρμονίστε
Simple past-Infinitiveεναρμονίσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stεναρμόνιζαεναρμονίζαμε
2ndεναρμόνιζεςεναρμονίζατε
3rdεναρμόνιζεεναρμόνιζαν & εναρμονίζαν oral. & εναρμονίζανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stεναρμονίζομαιεναρμονιζόμαστε
2ndεναρμονίζεσαιεναρμονίζεστε & εναρμονιζόσαστε oral.
3rdεναρμονίζεταιεναρμονίζονται
Present-Imperative
Plural
2ndεναρμονίζεστε
Present-Participleεναρμονιζόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stεναρμονίστηκα & εναρμονίσθηκα learn. εναρμονιστήκαμε & εναρμονισθήκαμε learn.
2ndεναρμονίστηκες & εναρμονίσθηκες learn. εναρμονιστήκατε & εναρμονισθήκατε learn.
3rdεναρμονίστηκε & εναρμονίσθηκε learn. εναρμονίστηκαν & εναρμονίσθηκαν learn. & εναρμονιστήκαν oral. & εναρμονιστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stεναρμονιστώ & εναρμονισθώ learn. εναρμονιστούμε & εναρμονισθούμε learn.
2ndεναρμονιστείς & εναρμονισθείς learn. εναρμονιστείτε & εναρμονισθείτε learn.
3rdεναρμονιστεί & εναρμονισθεί learn. εναρμονιστούν & εναρμονισθούν learn. & εναρμονισθούνε learn. & εναρμονιστούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndεναρμονίσουεναρμονιστείτε & εναρμονισθείτε learn.
Simple past-Infinitiveεναρμονιστεί & εναρμονισθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stεναρμονιζόμουν & εναρμονιζόμουνα oral. εναρμονιζόμασταν & εναρμονιζόμαστε
2ndεναρμονιζόσουν & εναρμονιζόσουνα oral. εναρμονιζόσασταν & εναρμονιζόσαστε oral.
3rdεναρμονιζόταν & εναρμονιζότανε oral. εναρμονίζονταν & εναρμονιζόντανε oral. & εναρμονιζόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleεναρμονισμένος

Synonyms - Antonyms

εναρμονίζω v.

Sπροσαρμόζω2, ευθυγραμμίζω2


5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.