Lexiscope: εμβριθής

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

εμ-βρι-θής

Morphology

εμβριθής adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοεμβριθήςοιεμβριθείς
Genitiveτουεμβριθούςτωνεμβριθών
Accusativeτονεμβριθήτουςεμβριθείς
Vocative εμβριθή & εμβριθής εμβριθείς
Feminine
SingularPlural
Nominativeηεμβριθήςοιεμβριθείς
Genitiveτηςεμβριθούςτωνεμβριθών
Accusativeτηνεμβριθήτιςεμβριθείς
Vocative εμβριθή & εμβριθής εμβριθείς
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοεμβριθέςταεμβριθή
Genitiveτουεμβριθούςτωνεμβριθών
Accusativeτοεμβριθέςταεμβριθή
Vocative εμβριθές εμβριθή

εμβριθέστερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοεμβριθέστεροςοιεμβριθέστεροι
Genitiveτουεμβριθέστερουτωνεμβριθέστερων
Accusativeτονεμβριθέστεροτουςεμβριθέστερους
Vocative εμβριθέστερε εμβριθέστεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηεμβριθέστερηοιεμβριθέστερες
Genitiveτηςεμβριθέστερηςτωνεμβριθέστερων
Accusativeτηνεμβριθέστερητιςεμβριθέστερες
Vocative εμβριθέστερη εμβριθέστερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοεμβριθέστεροταεμβριθέστερα
Genitiveτουεμβριθέστερουτωνεμβριθέστερων
Accusativeτοεμβριθέστεροταεμβριθέστερα
Vocative εμβριθέστερο εμβριθέστερα

εμβριθέστατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοεμβριθέστατοςοιεμβριθέστατοι
Genitiveτουεμβριθέστατουτωνεμβριθέστατων
Accusativeτονεμβριθέστατοτουςεμβριθέστατους
Vocative εμβριθέστατε εμβριθέστατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηεμβριθέστατηοιεμβριθέστατες
Genitiveτηςεμβριθέστατηςτωνεμβριθέστατων
Accusativeτηνεμβριθέστατητιςεμβριθέστατες
Vocative εμβριθέστατη εμβριθέστατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοεμβριθέστατοταεμβριθέστατα
Genitiveτουεμβριθέστατουτωνεμβριθέστατων
Accusativeτοεμβριθέστατοταεμβριθέστατα
Vocative εμβριθέστατο εμβριθέστατα

Synonyms - Antonyms

εμβριθής adj. learn

  1. Sεμπεριστατωμένος learn
  2. Sβαθυστόχαστος

3 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.