Lexiscope: εκπληκτικός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

εκ-πλη-κτι-κός

Morphology

εκπληκτικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοεκπληκτικόςοιεκπληκτικοί
Genitiveτουεκπληκτικούτωνεκπληκτικών
Accusativeτονεκπληκτικότουςεκπληκτικούς
Vocative εκπληκτικέ εκπληκτικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηεκπληκτικήοιεκπληκτικές
Genitiveτηςεκπληκτικήςτωνεκπληκτικών
Accusativeτηνεκπληκτικήτιςεκπληκτικές
Vocative εκπληκτική εκπληκτικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοεκπληκτικόταεκπληκτικά
Genitiveτουεκπληκτικούτωνεκπληκτικών
Accusativeτοεκπληκτικόταεκπληκτικά
Vocative εκπληκτικό εκπληκτικά

εκπληκτικότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοεκπληκτικότεροςοιεκπληκτικότεροι
Genitiveτουεκπληκτικότερουτωνεκπληκτικότερων
Accusativeτονεκπληκτικότεροτουςεκπληκτικότερους
Vocative εκπληκτικότερε εκπληκτικότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηεκπληκτικότερηοιεκπληκτικότερες
Genitiveτηςεκπληκτικότερηςτωνεκπληκτικότερων
Accusativeτηνεκπληκτικότερητιςεκπληκτικότερες
Vocative εκπληκτικότερη εκπληκτικότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοεκπληκτικότεροταεκπληκτικότερα
Genitiveτουεκπληκτικότερουτωνεκπληκτικότερων
Accusativeτοεκπληκτικότεροταεκπληκτικότερα
Vocative εκπληκτικότερο εκπληκτικότερα

εκπληκτικότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοεκπληκτικότατοςοιεκπληκτικότατοι
Genitiveτουεκπληκτικότατουτωνεκπληκτικότατων
Accusativeτονεκπληκτικότατοτουςεκπληκτικότατους
Vocative εκπληκτικότατε εκπληκτικότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηεκπληκτικότατηοιεκπληκτικότατες
Genitiveτηςεκπληκτικότατηςτωνεκπληκτικότατων
Accusativeτηνεκπληκτικότατητιςεκπληκτικότατες
Vocative εκπληκτικότατη εκπληκτικότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοεκπληκτικότατοταεκπληκτικότατα
Genitiveτουεκπληκτικότατουτωνεκπληκτικότατων
Accusativeτοεκπληκτικότατοταεκπληκτικότατα
Vocative εκπληκτικότατο εκπληκτικότατα

Synonyms - Antonyms

εκπληκτικός adj.

Sκαταπληκτικός, φανταστικός2 oral, απίθανος2


6 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.