Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
εκ-δί-κη-ση
εκδίκηση n. fem.
|
εκδίκηση n.
S: γδικιωμός lit.
-δικ-
Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -δικ- αναφέρονται στη δικαιοσύνη, είτε ως αφηρημένη έννοια είτε ως θεσμό του κράτους.Το συστατικό -δικ- προέρχεται από το ουσιαστικό δίκη. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:
Ρήματα
-δικώ [δikó]
Για παράδειγμα, δύο πρόσωπα αντιδικούν όταν βρίσκονται σε αντιδικία, δηλαδή σε έντονη αντιπαράθεση για κάποιο ζήτημα που τους αφορά· όταν κανείς φυγοδικεί δεν παρουσιάζεται στο δικαστήριο σκόπιμα, για να μη δικαστεί.
Ουσιαστικά
-δικείο [δik̃ío]
Για παράδειγμα, στο κακουργιοδικείο γίνονται δίκες κακουργημάτων· στο ναυτοδικείο γίνονται δίκες αδικημάτων που διαπράττονται στο ναυτικό σώμα.
-δίκης [δík̃is]
Για παράδειγμα, ο στρατοδίκης είναι ο δικαστής που ασχολείται με αδικήματα τα οποία διαπράττονται στο στρατιωτικό σώμα· ο πταισματοδίκης είναι ο δικαστής που ασχολείται με πταίσματα.
-δικία [δik̃ía]
Για παράδειγμα, αυτοδικία είναι η αυθαίρετη ανταπόδοση αδικήματος (η τιμωρία κάποιου που μας αδίκησε από εμάς τους ίδιους και όχι από το νόμο), ενώ στο νομικό λεξιλόγιο κακοδικία είναι η άδικη δικαστική απόφαση.
-δικος [δikos] (αρσ. και θηλ.)
(νομ.) Για παράδειγμα, ο κατάδικος είναι αυτός που καταδικάστηκε από το δικαστήριο και βρίσκεται στη φυλακή.
Επίθετα
-δικος [δikos], -δικη, -δικο
Για παράδειγμα, μία δικαστική απόφαση είναι τελεσίδικη όταν δεν μπορεί να ανακληθεί ή να τροποποιηθεί· τα ένδικα μέσα είναι οι δυνατότητες που παρέχει στους πολίτες ο θεσμός της δικαιοσύνης.
5 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.
✔ Το συστατικό -δικ- υπάρχει και σε ρήματα όπως διεκδικώ, εκδικούμαι και αντεκδικούμαι (και τα παράγωγά τους διεκδίκηση, εκδίκηση, αντεκδίκηση), που νοηματικά δε συνδέονται άμεσα με τη δικαιοσύνη.