Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
ει-σά-γω
εισάγω v.
ACTIVE VOICE | |||||||||||||
Present-Indicative |
| ||||||||||||
Present-Imperative |
| ||||||||||||
Present-Participle | εισάγοντας | ||||||||||||
Simple past-Indicative |
| ||||||||||||
Simple past-Subjunctive |
| ||||||||||||
Simple past-Imperative |
| ||||||||||||
Simple past-Infinitive | εισαγάγει | ||||||||||||
Imperfect-Indicative |
| ||||||||||||
PASSIVE VOICE | |||||||||||||
Present-Indicative |
| ||||||||||||
Present-Imperative |
| ||||||||||||
Present-Participle | εισαγόμενος | ||||||||||||
Simple past-Indicative |
| ||||||||||||
Simple past-Subjunctive |
| ||||||||||||
Simple past-Imperative |
| ||||||||||||
Simple past-Infinitive | εισαχθεί | ||||||||||||
Imperfect-Indicative |
| ||||||||||||
Present Perfect-Participle | εισαγμένος |
εισάγω v.
εισάγομαι
S: γίνομαι δεκτός, περνάω6: Εισήχθη στην Ιατρική. A: αποφοιτώ
εισ- [is]
εισ- [iz] πριν από /β/, /γ/, /δ/, /μ/, /ν/
είσ- [ís] ή [íz] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
Προέρχεται από την αρχαία πρόθεση εις.
1. Προς τα μέσα
Το εισ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι κινείται προς τα μέσα ή μπαίνει κάπου (συνήθως σε κλειστό ή μικρότερο χώρο). Για παράδειγμα, όταν εισερχόμαστε σε ένα χώρο μπαίνουμε μέσα, ενώ κατά την εισπνοή ο αέρας μπαίνει στα πνευμόνια μας.
εισαγωγή | εισαγωγικός, -ή, -ό | εισάγω |
εισβολέας | εισηγητικός, -ή, -ό | εισβάλλω |
εισβολή | εισπρακτικός, -ή, -ό | εισέρχομαι |
εισιτήριο | εισορμώ | |
εισόδημα | εισπνέω | |
εισοδηματίας | εισπράττω | |
είσοδος | εισρέω | |
εισπνοή | εισφέρω | |
εισπράκτορας | εισχωρώ | |
είσπραξη | ||
εισροή | ||
εισφορά |
7 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.
ΑΝΤ Για λέξεις με την αντίθετη σημασία βλ. εκ-* (π.χ. εισέρχομαι ≠ εξέρχομαι, εισπνοή ≠ εκπνοή).
⇨ Για λέξεις που δηλώνουν κίνηση προς ένα συγκεκριμένο σημείο ή μία κατεύθυνση βλ. προσ-*.