Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
Syllabification
ει-ρη-νι-κός
Morphology
ειρηνικός adj.
Masculine |
| Singular | Plural |
Nominative | ο | ειρηνικός | οι | ειρηνικοί |
Genitive | του | ειρηνικού | των | ειρηνικών |
Accusative | τον | ειρηνικό | τους | ειρηνικούς |
Vocative | | ειρηνικέ | | ειρηνικοί |
|
Feminine |
| Singular | Plural |
Nominative | η | ειρηνική | οι | ειρηνικές |
Genitive | της | ειρηνικής | των | ειρηνικών |
Accusative | την | ειρηνική | τις | ειρηνικές |
Vocative | | ειρηνική | | ειρηνικές |
|
Neuter |
| Singular | Plural |
Nominative | το | ειρηνικό | τα | ειρηνικά |
Genitive | του | ειρηνικού | των | ειρηνικών |
Accusative | το | ειρηνικό | τα | ειρηνικά |
Vocative | | ειρηνικό | | ειρηνικά |
|
ειρηνικότερος adj. comp.
Masculine |
| Singular | Plural |
Nominative | ο | ειρηνικότερος | οι | ειρηνικότεροι |
Genitive | του | ειρηνικότερου | των | ειρηνικότερων |
Accusative | τον | ειρηνικότερο | τους | ειρηνικότερους |
Vocative | | ειρηνικότερε | | ειρηνικότεροι |
|
Feminine |
| Singular | Plural |
Nominative | η | ειρηνικότερη | οι | ειρηνικότερες |
Genitive | της | ειρηνικότερης | των | ειρηνικότερων |
Accusative | την | ειρηνικότερη | τις | ειρηνικότερες |
Vocative | | ειρηνικότερη | | ειρηνικότερες |
|
Neuter |
| Singular | Plural |
Nominative | το | ειρηνικότερο | τα | ειρηνικότερα |
Genitive | του | ειρηνικότερου | των | ειρηνικότερων |
Accusative | το | ειρηνικότερο | τα | ειρηνικότερα |
Vocative | | ειρηνικότερο | | ειρηνικότερα |
|
ειρηνικότατος adj. sup.
Masculine |
| Singular | Plural |
Nominative | ο | ειρηνικότατος | οι | ειρηνικότατοι |
Genitive | του | ειρηνικότατου | των | ειρηνικότατων |
Accusative | τον | ειρηνικότατο | τους | ειρηνικότατους |
Vocative | | ειρηνικότατε | | ειρηνικότατοι |
|
Feminine |
| Singular | Plural |
Nominative | η | ειρηνικότατη | οι | ειρηνικότατες |
Genitive | της | ειρηνικότατης | των | ειρηνικότατων |
Accusative | την | ειρηνικότατη | τις | ειρηνικότατες |
Vocative | | ειρηνικότατη | | ειρηνικότατες |
|
Neuter |
| Singular | Plural |
Nominative | το | ειρηνικότατο | τα | ειρηνικότατα |
Genitive | του | ειρηνικότατου | των | ειρηνικότατων |
Accusative | το | ειρηνικότατο | τα | ειρηνικότατα |
Vocative | | ειρηνικότατο | | ειρηνικότατα |
|
Synonyms - Antonyms
ειρηνικός adj.
- A: ένοπλος2: ειρηνική επανάσταση
- A: πολεμικός1: ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας
- S: ειρηνόφιλος, φιλειρηνικός A: φιλοπόλεμος
- S: ήρεμος2, γαλήνιος2: ειρηνικό τοπίο
6 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.