Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
Syllabification
ε-γκλη-μα-τι-κός
Morphology
εγκληματικός adj.
Masculine |
| Singular | Plural |
Nominative | ο | εγκληματικός | οι | εγκληματικοί |
Genitive | του | εγκληματικού | των | εγκληματικών |
Accusative | τον | εγκληματικό | τους | εγκληματικούς |
Vocative | | εγκληματικέ | | εγκληματικοί |
|
Feminine |
| Singular | Plural |
Nominative | η | εγκληματική | οι | εγκληματικές |
Genitive | της | εγκληματικής | των | εγκληματικών |
Accusative | την | εγκληματική | τις | εγκληματικές |
Vocative | | εγκληματική | | εγκληματικές |
|
Neuter |
| Singular | Plural |
Nominative | το | εγκληματικό | τα | εγκληματικά |
Genitive | του | εγκληματικού | των | εγκληματικών |
Accusative | το | εγκληματικό | τα | εγκληματικά |
Vocative | | εγκληματικό | | εγκληματικά |
|
εγκληματικότερος adj. comp.
Masculine |
| Singular | Plural |
Nominative | ο | εγκληματικότερος | οι | εγκληματικότεροι |
Genitive | του | εγκληματικότερου | των | εγκληματικότερων |
Accusative | τον | εγκληματικότερο | τους | εγκληματικότερους |
Vocative | | εγκληματικότερε | | εγκληματικότεροι |
|
Feminine |
| Singular | Plural |
Nominative | η | εγκληματικότερη | οι | εγκληματικότερες |
Genitive | της | εγκληματικότερης | των | εγκληματικότερων |
Accusative | την | εγκληματικότερη | τις | εγκληματικότερες |
Vocative | | εγκληματικότερη | | εγκληματικότερες |
|
Neuter |
| Singular | Plural |
Nominative | το | εγκληματικότερο | τα | εγκληματικότερα |
Genitive | του | εγκληματικότερου | των | εγκληματικότερων |
Accusative | το | εγκληματικότερο | τα | εγκληματικότερα |
Vocative | | εγκληματικότερο | | εγκληματικότερα |
|
εγκληματικότατος adj. sup.
Masculine |
| Singular | Plural |
Nominative | ο | εγκληματικότατος | οι | εγκληματικότατοι |
Genitive | του | εγκληματικότατου | των | εγκληματικότατων |
Accusative | τον | εγκληματικότατο | τους | εγκληματικότατους |
Vocative | | εγκληματικότατε | | εγκληματικότατοι |
|
Feminine |
| Singular | Plural |
Nominative | η | εγκληματικότατη | οι | εγκληματικότατες |
Genitive | της | εγκληματικότατης | των | εγκληματικότατων |
Accusative | την | εγκληματικότατη | τις | εγκληματικότατες |
Vocative | | εγκληματικότατη | | εγκληματικότατες |
|
Neuter |
| Singular | Plural |
Nominative | το | εγκληματικότατο | τα | εγκληματικότατα |
Genitive | του | εγκληματικότατου | των | εγκληματικότατων |
Accusative | το | εγκληματικότατο | τα | εγκληματικότατα |
Vocative | | εγκληματικότατο | | εγκληματικότατα |
|
Synonyms - Antonyms
εγκληματικός adj.
- S: δολοφονικός
- S: απαράδεκτος1, ανεπίτρεπτος: εγκληματική αδιαφορία
6 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.