Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
Syllabification
δρα-στη-ρι-ο-ποι-ώ
Morphology
δραστηριοποιώ v.
ACTIVE VOICE |
Present-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | δραστηριοποιώ | δραστηριοποιούμε |
2nd | δραστηριοποιείς | δραστηριοποιείτε |
3rd | δραστηριοποιεί | δραστηριοποιούν & δραστηριοποιούνε oral. |
|
Present-Imperative |
| Plural |
2nd | δραστηριοποιείτε |
|
Present-Participle | δραστηριοποιώντας |
Simple past-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | δραστηριοποίησα | δραστηριοποιήσαμε |
2nd | δραστηριοποίησες | δραστηριοποιήσατε |
3rd | δραστηριοποίησε | δραστηριοποίησαν & δραστηριοποιήσανε oral. |
|
Simple past-Subjunctive |
| Singular | Plural |
1st | δραστηριοποιήσω | δραστηριοποιήσουμε & δραστηριοποιήσομε dial. |
2nd | δραστηριοποιήσεις | δραστηριοποιήσετε |
3rd | δραστηριοποιήσει | δραστηριοποιήσουν & δραστηριοποιήσουνε oral. |
|
Simple past-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | δραστηριοποίησε | δραστηριοποιήσετε & δραστηριοποιήστε |
|
Simple past-Infinitive | δραστηριοποιήσει |
Imperfect-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | δραστηριοποιούσα | δραστηριοποιούσαμε |
2nd | δραστηριοποιούσες | δραστηριοποιούσατε |
3rd | δραστηριοποιούσε | δραστηριοποιούσαν & δραστηριοποιούσανε oral. |
|
PASSIVE VOICE |
Present-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | δραστηριοποιούμαι | δραστηριοποιούμαστε & δραστηριοποιόμαστε |
2nd | δραστηριοποιείσαι | δραστηριοποιείστε & δραστηριοποιόσαστε oral. |
3rd | δραστηριοποιείται | δραστηριοποιούνται |
|
Present-Imperative |
| Plural |
2nd | δραστηριοποιείστε |
|
Present-Participle | δραστηριοποιούμενος |
Simple past-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | δραστηριοποιήθηκα | δραστηριοποιηθήκαμε |
2nd | δραστηριοποιήθηκες | δραστηριοποιηθήκατε |
3rd | δραστηριοποιήθηκε | δραστηριοποιήθηκαν & δραστηριοποιηθήκανε oral. |
|
Simple past-Subjunctive |
| Singular | Plural |
1st | δραστηριοποιηθώ | δραστηριοποιηθούμε |
2nd | δραστηριοποιηθείς | δραστηριοποιηθείτε |
3rd | δραστηριοποιηθεί | δραστηριοποιηθούν & δραστηριοποιηθούνε oral. |
|
Simple past-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | δραστηριοποιήσου | δραστηριοποιηθείτε |
|
Simple past-Infinitive | δραστηριοποιηθεί |
Imperfect-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | δραστηριοποιόμουν & δραστηριοποιόμουνα oral. | δραστηριοποιόμασταν & δραστηριοποιόμαστε |
2nd | δραστηριοποιόσουν & δραστηριοποιόσουνα oral. | δραστηριοποιόσασταν & δραστηριοποιόσαστε oral. |
3rd | δραστηριοποιούνταν & δραστηριοποιόταν & δραστηριοποιείτο learn. & δραστηριοποιότανε oral. | δραστηριοποιούνταν & δραστηριοποιόνταν & δραστηριοποιούντο learn. & δραστηριοποιόντανε oral. & δραστηριοποιόντουσαν oral. |
|
Present Perfect-Participle | δραστηριοποιημένος |
Synonyms - Antonyms
δραστηριοποιώ v.
S: ενεργοποιώ2, κινητοποιώ
6 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.