Lexiscope: δουλικός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

δου-λι-κός

Morphology

δουλικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοδουλικόςοιδουλικοί
Genitiveτουδουλικούτωνδουλικών
Accusativeτοδουλικότουςδουλικούς
Vocative δουλικέ δουλικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηδουλικήοιδουλικές
Genitiveτηςδουλικήςτωνδουλικών
Accusativeτηδουλικήτιςδουλικές
Vocative δουλική δουλικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοδουλικόταδουλικά
Genitiveτουδουλικούτωνδουλικών
Accusativeτοδουλικόταδουλικά
Vocative δουλικό δουλικά

δουλικότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοδουλικότεροςοιδουλικότεροι
Genitiveτουδουλικότερουτωνδουλικότερων
Accusativeτοδουλικότεροτουςδουλικότερους
Vocative δουλικότερε δουλικότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηδουλικότερηοιδουλικότερες
Genitiveτηςδουλικότερηςτωνδουλικότερων
Accusativeτηδουλικότερητιςδουλικότερες
Vocative δουλικότερη δουλικότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοδουλικότεροταδουλικότερα
Genitiveτουδουλικότερουτωνδουλικότερων
Accusativeτοδουλικότεροταδουλικότερα
Vocative δουλικότερο δουλικότερα

δουλικότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοδουλικότατοςοιδουλικότατοι
Genitiveτουδουλικότατουτωνδουλικότατων
Accusativeτοδουλικότατοτουςδουλικότατους
Vocative δουλικότατε δουλικότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηδουλικότατηοιδουλικότατες
Genitiveτηςδουλικότατηςτωνδουλικότατων
Accusativeτηδουλικότατητιςδουλικότατες
Vocative δουλικότατη δουλικότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοδουλικότατοταδουλικότατα
Genitiveτουδουλικότατουτωνδουλικότατων
Accusativeτοδουλικότατοταδουλικότατα
Vocative δουλικότατο δουλικότατα

Synonyms - Antonyms

δουλικός adj.

Sδουλοπρεπής, γλοιώδης2 learn, εθελόδουλος


5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.