Lexiscope: δογματικός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

δογ-μα-τι-κός

Morphology

δογματικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοδογματικόςοιδογματικοί
Genitiveτουδογματικούτωνδογματικών
Accusativeτοδογματικότουςδογματικούς
Vocative δογματικέ δογματικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηδογματικήοιδογματικές
Genitiveτηςδογματικήςτωνδογματικών
Accusativeτηδογματικήτιςδογματικές
Vocative δογματική δογματικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοδογματικόταδογματικά
Genitiveτουδογματικούτωνδογματικών
Accusativeτοδογματικόταδογματικά
Vocative δογματικό δογματικά

δογματικότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοδογματικότεροςοιδογματικότεροι
Genitiveτουδογματικότερουτωνδογματικότερων
Accusativeτοδογματικότεροτουςδογματικότερους
Vocative δογματικότερε δογματικότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηδογματικότερηοιδογματικότερες
Genitiveτηςδογματικότερηςτωνδογματικότερων
Accusativeτηδογματικότερητιςδογματικότερες
Vocative δογματικότερη δογματικότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοδογματικότεροταδογματικότερα
Genitiveτουδογματικότερουτωνδογματικότερων
Accusativeτοδογματικότεροταδογματικότερα
Vocative δογματικότερο δογματικότερα

δογματικότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοδογματικότατοςοιδογματικότατοι
Genitiveτουδογματικότατουτωνδογματικότατων
Accusativeτοδογματικότατοτουςδογματικότατους
Vocative δογματικότατε δογματικότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηδογματικότατηοιδογματικότατες
Genitiveτηςδογματικότατηςτωνδογματικότατων
Accusativeτηδογματικότατητιςδογματικότατες
Vocative δογματικότατη δογματικότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοδογματικότατοταδογματικότατα
Genitiveτουδογματικότατουτωνδογματικότατων
Accusativeτοδογματικότατοταδογματικότατα
Vocative δογματικότατο δογματικότατα

Synonyms - Antonyms

δογματικός adj.

Sμονολιθικός, απόλυτος2


6 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.