Lexiscope: διευκολύνει

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

δι-ευ-κο-λύ-νει

Morphology

διευκολύνω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stδιευκολύνωδιευκολύνουμε & διευκολύνομε dial.
2ndδιευκολύνειςδιευκολύνετε
3rdδιευκολύνειδιευκολύνουν & διευκολύνουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndδιευκόλυνεδιευκολύνετε
Present-Participleδιευκολύνοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stδιευκόλυναδιευκολύναμε
2ndδιευκόλυνεςδιευκολύνατε
3rdδιευκόλυνεδιευκόλυναν & διευκολύνανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stδιευκολύνωδιευκολύνουμε & διευκολύνομε dial.
2ndδιευκολύνειςδιευκολύνετε
3rdδιευκολύνειδιευκολύνουν & διευκολύνουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndδιευκόλυνεδιευκολύνετε
Simple past-Infinitiveδιευκολύνει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stδιευκόλυναδιευκολύναμε
2ndδιευκόλυνεςδιευκολύνατε
3rdδιευκόλυνεδιευκόλυναν & διευκολύνανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stδιευκολύνομαιδιευκολυνόμαστε
2ndδιευκολύνεσαιδιευκολύνεστε & διευκολυνόσαστε oral.
3rdδιευκολύνεταιδιευκολύνονται
Present-Imperative
Plural
2ndδιευκολύνεστε
Present-Participleδιευκολυνόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stδιευκολύνθηκαδιευκολυνθήκαμε
2ndδιευκολύνθηκεςδιευκολυνθήκατε
3rdδιευκολύνθηκεδιευκολύνθηκαν & διευκολυνθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stδιευκολυνθώδιευκολυνθούμε
2ndδιευκολυνθείςδιευκολυνθείτε
3rdδιευκολυνθείδιευκολυνθούν & διευκολυνθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndδιευκολύνσουδιευκολυνθείτε
Simple past-Infinitiveδιευκολυνθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stδιευκολυνόμουν & διευκολυνόμουνα oral. διευκολυνόμασταν & διευκολυνόμαστε
2ndδιευκολυνόσουν & διευκολυνόσουνα oral. διευκολυνόσασταν & διευκολυνόσαστε oral.
3rdδιευκολυνόταν & διευκολυνότανε oral. διευκολύνονταν & διευκολυνόντανε oral. & διευκολυνόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleδιευκολυμένος

Synonyms - Antonyms

διευκολύνω v.

  1. Sευκολύνω, εξυπηρετώ1 Aδυσκολεύω, δυσχεραίνω learn
  2. Sυποβοηθώ Aπαρεμποδίζω

διευκολύνει

Sβολεύει: Πότε σας διευκολύνει να μιλήσουμε;


8 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.