Lexiscope: διαχυτικός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

δι-α-χυ-τι-κός

Morphology

διαχυτικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοδιαχυτικόςοιδιαχυτικοί
Genitiveτουδιαχυτικούτωνδιαχυτικών
Accusativeτοδιαχυτικότουςδιαχυτικούς
Vocative διαχυτικέ διαχυτικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηδιαχυτικήοιδιαχυτικές
Genitiveτηςδιαχυτικήςτωνδιαχυτικών
Accusativeτηδιαχυτικήτιςδιαχυτικές
Vocative διαχυτική διαχυτικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοδιαχυτικόταδιαχυτικά
Genitiveτουδιαχυτικούτωνδιαχυτικών
Accusativeτοδιαχυτικόταδιαχυτικά
Vocative διαχυτικό διαχυτικά

διαχυτικότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοδιαχυτικότεροςοιδιαχυτικότεροι
Genitiveτουδιαχυτικότερουτωνδιαχυτικότερων
Accusativeτοδιαχυτικότεροτουςδιαχυτικότερους
Vocative διαχυτικότερε διαχυτικότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηδιαχυτικότερηοιδιαχυτικότερες
Genitiveτηςδιαχυτικότερηςτωνδιαχυτικότερων
Accusativeτηδιαχυτικότερητιςδιαχυτικότερες
Vocative διαχυτικότερη διαχυτικότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοδιαχυτικότεροταδιαχυτικότερα
Genitiveτουδιαχυτικότερουτωνδιαχυτικότερων
Accusativeτοδιαχυτικότεροταδιαχυτικότερα
Vocative διαχυτικότερο διαχυτικότερα

διαχυτικότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοδιαχυτικότατοςοιδιαχυτικότατοι
Genitiveτουδιαχυτικότατουτωνδιαχυτικότατων
Accusativeτοδιαχυτικότατοτουςδιαχυτικότατους
Vocative διαχυτικότατε διαχυτικότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηδιαχυτικότατηοιδιαχυτικότατες
Genitiveτηςδιαχυτικότατηςτωνδιαχυτικότατων
Accusativeτηδιαχυτικότατητιςδιαχυτικότατες
Vocative διαχυτικότατη διαχυτικότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοδιαχυτικότατοταδιαχυτικότατα
Genitiveτουδιαχυτικότατουτωνδιαχυτικότατων
Accusativeτοδιαχυτικότατοταδιαχυτικότατα
Vocative διαχυτικότατο διαχυτικότατα

Synonyms - Antonyms

διαχυτικός adj.

Sεκδηλωτικός, εγκάρδιος2


6 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.