Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
Syllabification
δι-α-κιν-δυ-νεύ-ω
Morphology
διακινδυνεύω v.
ACTIVE VOICE |
Present-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | διακινδυνεύω | διακινδυνεύουμε & διακινδυνεύομε dial. |
2nd | διακινδυνεύεις | διακινδυνεύετε |
3rd | διακινδυνεύει | διακινδυνεύουν & διακινδυνεύουνε oral. |
|
Present-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | διακινδύνευε | διακινδυνεύετε |
|
Present-Participle | διακινδυνεύοντας |
Simple past-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | διακινδύνευσα & διακινδύνεψα oral. | διακινδυνεύσαμε & διακινδυνέψαμε oral. |
2nd | διακινδύνευσες & διακινδύνεψες oral. | διακινδυνεύσατε & διακινδυνέψατε oral. |
3rd | διακινδύνευσε & διακινδύνεψε oral. | διακινδύνευσαν & διακινδυνέψαν oral. & διακινδυνέψανε oral. & διακινδυνεύσαν oral. & διακινδυνεύσανε oral. & διακινδύνεψαν oral. |
|
Simple past-Subjunctive |
| Singular | Plural |
1st | διακινδυνεύσω & διακινδυνέψω oral. | διακινδυνεύσουμε & διακινδυνέψομε oral. & διακινδυνέψουμε oral. & διακινδυνεύσομε dial. |
2nd | διακινδυνεύσεις & διακινδυνέψεις oral. | διακινδυνεύσετε & διακινδυνέψετε oral. |
3rd | διακινδυνεύσει & διακινδυνέψει oral. | διακινδυνεύσουν & διακινδυνέψουν oral. & διακινδυνέψουνε oral. & διακινδυνεύσουνε oral. |
|
Simple past-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | διακινδύνευσε & διακινδύνεψε oral. | διακινδυνέψτε & διακινδυνεύσετε & διακινδυνεύστε |
|
Simple past-Infinitive | διακινδυνεύσει & διακινδυνέψει oral. |
Imperfect-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | διακινδύνευα | διακινδυνεύαμε |
2nd | διακινδύνευες | διακινδυνεύατε |
3rd | διακινδύνευε | διακινδύνευαν & διακινδυνεύαν oral. & διακινδυνεύανε oral. |
|
PASSIVE VOICE |
Present-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | διακινδυνεύομαι | διακινδυνευόμαστε |
2nd | διακινδυνεύεσαι | διακινδυνεύεστε & διακινδυνευόσαστε oral. |
3rd | διακινδυνεύεται | διακινδυνεύονται |
|
Present-Imperative |
| Plural |
2nd | διακινδυνεύεστε |
|
Simple past-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | διακινδυνεύτηκα & διακινδυνεύθηκα learn. | διακινδυνευτήκαμε & διακινδυνευθήκαμε learn. |
2nd | διακινδυνεύτηκες & διακινδυνεύθηκες learn. | διακινδυνευτήκατε & διακινδυνευθήκατε learn. |
3rd | διακινδυνεύτηκε & διακινδυνεύθηκε learn. | διακινδυνεύτηκαν & διακινδυνεύθηκαν learn. & διακινδυνευτήκαν oral. & διακινδυνευτήκανε oral. |
|
Simple past-Subjunctive |
| Singular | Plural |
1st | διακινδυνευτώ & διακινδυνευθώ learn. | διακινδυνευτούμε & διακινδυνευθούμε learn. |
2nd | διακινδυνευτείς & διακινδυνευθείς learn. | διακινδυνευτείτε & διακινδυνευθείτε learn. |
3rd | διακινδυνευτεί & διακινδυνευθεί learn. | διακινδυνευτούν & διακινδυνευθούν learn. & διακινδυνευθούνε learn. & διακινδυνευτούνε oral. |
|
Simple past-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | διακινδυνεύσου & διακινδυνέψου oral. | διακινδυνευτείτε & διακινδυνευθείτε learn. |
|
Simple past-Infinitive | διακινδυνευτεί & διακινδυνευθεί learn. |
Imperfect-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | διακινδυνευόμουν & διακινδυνευόμουνα oral. | διακινδυνευόμασταν & διακινδυνευόμαστε |
2nd | διακινδυνευόσουν & διακινδυνευόσουνα oral. | διακινδυνευόσασταν & διακινδυνευόσαστε oral. |
3rd | διακινδυνευόταν & διακινδυνευότανε oral. | διακινδυνεύονταν & διακινδυνευόντανε oral. & διακινδυνευόντουσαν oral. |
|
Present Perfect-Participle | διακινδυνευμένος |
Synonyms - Antonyms
διακινδυνεύω v.
S: ρισκάρω1, ριψοκινδυνεύω, διακυβεύω learn
6 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.