Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
δι-α-κα-τέ-χο-μαι
διακατέχω v.
ACTIVE VOICE | |||||||||||||
Present-Indicative |
| ||||||||||||
Present-Imperative |
| ||||||||||||
Present-Participle | διακατέχοντας | ||||||||||||
Simple past-Indicative |
| ||||||||||||
Imperfect-Indicative |
| ||||||||||||
PASSIVE VOICE | |||||||||||||
Present-Indicative |
| ||||||||||||
Present-Imperative |
| ||||||||||||
Present-Participle | διακατεχόμενος | ||||||||||||
Imperfect-Indicative |
|
διακατέχει v.
S: καταλαμβάνει2, κατέχει, κυριεύει: Τον διακατέχει το πάθος για εξουσία.
διακατέχομαι
S: διαπνέομαι, εμφορούμαι learn
δια- [δia] ή [δi͜a]
διά- [δiá] ή [δi͜á] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
δι- [δi] πριν από φωνήεν
Προέρχεται από την πρόθεση διά.
1. Διαμέσου
Το δια- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν κίνηση μέσα από κάτι ή από τη μία άκρη ως την άλλη. Για παράδειγμα, η βελόνα διαπερνά ένα ύφασμα όταν το τρυπάει από τη μία όψη και βγαίνει από την άλλη· το τρένο διέρχεται από ένα σταθμό όταν περνάει από αυτόν· στη γεωμετρία, η διαγώνιος είναι η ευθεία που ενώνει δύο γωνίες (κορυφές) ενός τετραγώνου.
διάβαση | διαβατάρικος, -η, -ο (λογοτ.) | διαβαίνω |
διαβατήριο | διαγώνιος, -α, -ο | διακτινίζομαι |
διαγώνιος | διαπεραστικός, -ή, -ό | διαπερνώ |
διάδρομος | διαπλέω | |
διάμεσος | διατρέχω | |
διάπλους | διέρχομαι | |
διώρυγα |
2. Διαίρεση ή διάλυση
Το δια- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι βρίσκεται ανάμεσα σε δύο πράγματα και τα χωρίζει. Για παράδειγμα, όταν διαιρούμε κάτι το χωρίζουμε σε δύο ή περισσότερα τμήματα· το διάζωμα είναι το καθένα από τα τμήματα ενός θεάτρου που χωρίζονται μεταξύ τους με διάδρομο.
διαζύγιο | διαιρώ |
διάζωμα | διακόπτω |
διαίρεση | διαλύω |
διαιρέτης | διαμελίζω |
διάκενο | διαμερίζω |
διακοπή | διατοιχίζω |
διαλύτης | |
διαλυτικά (γραμμ.) | |
διατομή (τεχνολ.) |
3. Μεταξύ δύο ή περισσότερων
Το δια- σχηματίζει επίθετα που δηλώνουν κάτι που γίνεται ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα όμοια στοιχεία ή σύνολα. Για παράδειγμα, οι διακρατικές σχέσεις αφορούν δύο ή περισσότερα κράτη.
4. Σε μεγάλη έκταση (επιτατικό)
Το δια- σχηματίζει λέξεις (συνήθως ρήματα και τα παράγωγά τους) που δηλώνουν ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει σε μεγάλη έκταση. Για παράδειγμα, διερευνούμε ένα θέμα όταν το ερευνούμε προσεκτικά και σε βάθος.
διαλεύκανση | διαπρεπής, -ής, -ές | διακατέχω |
διαμοίραση | διαφωτιστικός, -ή, -ό | διαλευκαίνω |
διαμοίρασμα | διερευνητικός, -ή, -ό | διαμηνύω |
διαπλάτυνση | διευκρινιστικός, -ή, -ό | διαμοιράζω |
διασαφήνιση | διαπλατύνω | |
διαστρέβλωση | διαποτίζω | |
διαφθορά | διαπρέπω | |
διαφωτισμός | διασαφηνίζω | |
διερεύνηση | διαστρεβλώνω | |
διευκρίνιση | διαστρέφω | |
διασφαλίζω | ||
διαφθείρω | ||
διαφωτίζω | ||
διερευνώ | ||
διευκρινίζω |
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ
•Το δια- σχηματίζει λέξεις (συνήθως ρήματα και τα παράγωγά τους) που δηλώνουν κίνηση προς όλες τις κατευθύνσεις, είτε κυριολεκτικά (π.χ. διακινώ, διασκορπίζω) είτε μεταφορικά (π.χ. διαδίδω, διατυμπανίζω).
•Λέξεις με το δια- δηλώνουν την κάλυψη ενός χρονικού διαστήματος (από την αρχή ως το τέλος). Για παράδειγμα, διανυκτερεύουμε σε ένα μέρος όταν περνάμε εκεί όλη τη νύχτα, ενώ λέμε ότι διαιωνίζουμε μια κατάσταση όταν την αφήνουμε να διαρκεί για απροσδιόριστα μεγάλο διάστημα.
διαιώνιση | διαχρονικός, -ή, -ό | διαιωνίζω |
διανυκτέρευση | διανυκτερεύω | |
διαχρονικότητα | διαχειμάζω | |
διημέρευση | διημερεύω |
▶ Το δια- προφέρεται με συνίζηση [δi͜a] σε λέξεις όπως διαβαίνω, διάβολος, διαλέγω.
Λέξεις με άλλες σημασίες
Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με λέξεις που σχηματίζονται με το δι-* (από το αριθμητικό δύο) όπως δι-ατομικός.
κατα- [kata]
κατά- [katá] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
κατ- [kat-] και κάτ- [kát-] πριν από φωνήεν
καθ- [kaθ-] και κάθ- [káθ-] παλαιότερα, πριν από δασυνόμενο φωνήεν
Προέρχεται από την πρόθεση κατά.
1. Προς τα κάτω
Το κατα- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μία κίνηση γίνεται με κατεύθυνση προς τα κάτω. Για παράδειγμα, όταν καταδύομαι βουτάω, βυθίζομαι στο νερό.
κατάβαση | καταχθόνιος, -α, -ο | καταβιβάζω |
καταβίβαση | καταρρέω | |
καταρροή | καταχωνιάζω | |
κατηφόρα | κατέρχομαι | |
κατολίσθηση | κατοπτεύω |
ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το ανα-* (π.χ. κατέρχομαι ≠ ανέρχομαι, κατάβαση ≠ ανάβαση).
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ
•Ορισμένες λέξεις με το κατα- έχουν μεταφορική σημασία.
καταναγκασμός | καταναγκαστικός, -ή, -ό | καταναγκάζω |
καταπίεση | καταπιεστικός, -ή, -ό | καταπιέζω |
•Το κατα- μπορεί να δηλώνει ότι κάτι μειώνεται, γίνεται λιγότερο οξύ. Για παράδειγμα, το φάρμακο καταπραΰνει τον πόνο.
•Σε ορισμένες περιπτώσεις, το κατα- δηλώνει τοποθέτηση σε σειρά, ταξινόμηση κτλ. Για παράδειγμα, τα δεδομένα καταχωρίζονται στη μνήμη του υπολογιστή.
2. Σε έντονο βαθμό (επιτατικό)
Το κατα- σχηματίζει ρήματα και επίθετα που δηλώνουν ότι κάτι συμβαίνει ή υπάρχει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Για παράδειγμα, όταν καταγοητεύω κάποιον τον γοητεύω πάρα πολύ, ενώ ο καταγάλανος ουρανός είναι πάρα πολύ γαλανός και καθαρός.
καταγάλανος, -η, -ο | καταβυθίζω |
κατακαημένος, -η, -ο | καταγοητεύω |
κατακαίνουριος, -η, -ο / κατακαίνουργος, -η, -ο | κατακερματίζω |
κατακίτρινος, -η, -ο | κατακλέβω |
κατακόκκινος, -η, -ο | κατακόβω |
κατάλευκος, -η, -ο | κατακοκκινίζω |
καταπράσινος, -η, -ο | κατακυριεύω |
κάτασπρος, -η, -ο | κατατρομάζω |
καταφανής, -ής, -ές | καταχειροκροτώ |
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ
•Το κατα- δηλώνει το μέσο ενός χρονικού διαστήματος όταν συνδυάζεται με τις λέξεις καλοκαίρι, μεσημέρι, χειμώνας. Για παράδειγμα, το κατακαλόκαιρο είναι η καρδιά του καλοκαιριού.
⇨ Με την ίδια σημασία χρησιμοποιείται και το μεσο-* (π.χ. μεσοκαλόκαιρο, μεσοχείμωνο).
⇨ Για άλλα αʹ συστατικά που δηλώνουν επίταση βλ. γαϊδουρο-*, θεο-*, καρα-*, ολο-*, παν-*, παρα-*, πεντα-*, περι-*, σκυλο-*, τετρα-*, τρι-*, χιλιο-*.
3. Εναντίον
Το κατα- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ενέργεια ενάντια σε κάποιον ή κάτι. Για παράδειγμα, καταψηφίζω μία πρόταση όταν την ψηφίζω αρνητικά.
καταδίκη | καταδικαστικός, -ή, -ό | καταδικάζω |
κατάδικος | καταδιωκτικός, -ή, -ό | καταδιώκω |
καταδίωξη | κατακριτέος, -α, -ο | κατακρίνω |
κατακραυγή | καταπατώ | |
καταπολέμηση | καταπολεμώ | |
καταψηφίζω |
8 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.
✔ Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το ενδο-* σε αυτή τη χρήση. Για παράδειγμα, μία διακομματική διαμάχη γίνεται ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα κόμματα, ενώ μια ενδοκομματική διαμάχη γίνεται στο εσωτερικό ενός και μόνο κόμματος.