Lexiscope: διακανονίζω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

δι-α-κα-νο-νί-ζω

Morphology

διακανονίζω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stδιακανονίζωδιακανονίζουμε & διακανονίζομε dial.
2ndδιακανονίζειςδιακανονίζετε
3rdδιακανονίζειδιακανονίζουν & διακανονίζουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndδιακανόνιζεδιακανονίζετε
Present-Participleδιακανονίζοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stδιακανόνισαδιακανονίσαμε
2ndδιακανόνισεςδιακανονίσατε
3rdδιακανόνισεδιακανόνισαν & διακανονίσαν oral. & διακανονίσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stδιακανονίσωδιακανονίσουμε & διακανονίσομε dial.
2ndδιακανονίσειςδιακανονίσετε
3rdδιακανονίσειδιακανονίσουν & διακανονίσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndδιακανόνισεδιακανονίστε
Simple past-Infinitiveδιακανονίσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stδιακανόνιζαδιακανονίζαμε
2ndδιακανόνιζεςδιακανονίζατε
3rdδιακανόνιζεδιακανόνιζαν & διακανονίζαν oral. & διακανονίζανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stδιακανονίζομαιδιακανονιζόμαστε
2ndδιακανονίζεσαιδιακανονίζεστε & διακανονιζόσαστε oral.
3rdδιακανονίζεταιδιακανονίζονται
Present-Imperative
Plural
2ndδιακανονίζεστε
Present-Participleδιακανονιζόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stδιακανονίστηκα & διακανονίσθηκα learn. διακανονιστήκαμε & διακανονισθήκαμε learn.
2ndδιακανονίστηκες & διακανονίσθηκες learn. διακανονιστήκατε & διακανονισθήκατε learn.
3rdδιακανονίστηκε & διακανονίσθηκε learn. διακανονίστηκαν & διακανονίσθηκαν learn. & διακανονιστήκαν oral. & διακανονιστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stδιακανονιστώ & διακανονισθώ learn. διακανονιστούμε & διακανονισθούμε learn.
2ndδιακανονιστείς & διακανονισθείς learn. διακανονιστείτε & διακανονισθείτε learn.
3rdδιακανονιστεί & διακανονισθεί learn. διακανονιστούν & διακανονισθούν learn. & διακανονισθούνε learn. & διακανονιστούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndδιακανονίσουδιακανονιστείτε & διακανονισθείτε learn.
Simple past-Infinitiveδιακανονιστεί & διακανονισθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stδιακανονιζόμουν & διακανονιζόμουνα oral. διακανονιζόμασταν & διακανονιζόμαστε
2ndδιακανονιζόσουν & διακανονιζόσουνα oral. διακανονιζόσασταν & διακανονιζόσαστε oral.
3rdδιακανονιζόταν & διακανονιζότανε oral. διακανονίζονταν & διακανονιζόντανε oral. & διακανονιζόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleδιακανονισμένος

Synonyms - Antonyms

διακανονίζω v.

Sρυθμίζω2, διευθετώ, τακτοποιώ2: Φροντίστε να διακανονίσετε τις οφειλές σας.


4 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.