Lexiscope: διαδραματίζεται

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

δι-α-δρα-μα-τί-ζε-ται

Morphology

διαδραματίζω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stδιαδραματίζωδιαδραματίζουμε & διαδραματίζομε dial.
2ndδιαδραματίζειςδιαδραματίζετε
3rdδιαδραματίζειδιαδραματίζουν & διαδραματίζουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndδιαδραμάτιζεδιαδραματίζετε
Present-Participleδιαδραματίζοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stδιαδραμάτισαδιαδραματίσαμε
2ndδιαδραμάτισεςδιαδραματίσατε
3rdδιαδραμάτισεδιαδραμάτισαν & διαδραματίσαν oral. & διαδραματίσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stδιαδραματίσωδιαδραματίσουμε & διαδραματίσομε dial.
2ndδιαδραματίσειςδιαδραματίσετε
3rdδιαδραματίσειδιαδραματίσουν & διαδραματίσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndδιαδραμάτισεδιαδραματίστε
Simple past-Infinitiveδιαδραματίσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stδιαδραμάτιζαδιαδραματίζαμε
2ndδιαδραμάτιζεςδιαδραματίζατε
3rdδιαδραμάτιζεδιαδραμάτιζαν & διαδραματίζαν oral. & διαδραματίζανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stδιαδραματίζομαιδιαδραματιζόμαστε
2ndδιαδραματίζεσαιδιαδραματίζεστε & διαδραματιζόσαστε oral.
3rdδιαδραματίζεταιδιαδραματίζονται
Present-Imperative
Plural
2ndδιαδραματίζεστε
Present-Participleδιαδραματιζόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stδιαδραματίστηκα & διαδραματίσθηκα learn. διαδραματιστήκαμε & διαδραματισθήκαμε learn.
2ndδιαδραματίστηκες & διαδραματίσθηκες learn. διαδραματιστήκατε & διαδραματισθήκατε learn.
3rdδιαδραματίστηκε & διαδραματίσθηκε learn. διαδραματίστηκαν & διαδραματίσθηκαν learn. & διαδραματιστήκαν oral. & διαδραματιστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stδιαδραματιστώ & διαδραματισθώ learn. διαδραματιστούμε & διαδραματισθούμε learn.
2ndδιαδραματιστείς & διαδραματισθείς learn. διαδραματιστείτε & διαδραματισθείτε learn.
3rdδιαδραματιστεί & διαδραματισθεί learn. διαδραματιστούν & διαδραματισθούν learn. & διαδραματισθούνε learn. & διαδραματιστούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndδιαδραματίσουδιαδραματιστείτε & διαδραματισθείτε learn.
Simple past-Infinitiveδιαδραματιστεί & διαδραματισθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stδιαδραματιζόμουν & διαδραματιζόμουνα oral. διαδραματιζόμασταν & διαδραματιζόμαστε
2ndδιαδραματιζόσουν & διαδραματιζόσουνα oral. διαδραματιζόσασταν & διαδραματιζόσαστε oral.
3rdδιαδραματιζόταν & διαδραματιζότανε oral. διαδραματίζονταν & διαδραματιζόντανε oral. & διαδραματιζόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleδιαδραματισμένος

Synonyms - Antonyms

διαδραματίζω v.

Sπαίζω9: Διαδραματίζει σημαντικό ρόλο.

διαδραματίζεται

Sεκτυλίσσεται, ξετυλίγεται2, ξεδιπλώνεται2, πραγματοποιείται: Διαδραματίστηκαν συγκλονιστικά γεγονότα.


4 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.