Lexiscope: διαδηλώνω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

δι-α-δη-λώ-νω

Morphology

διαδηλώνω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stδιαδηλώνωδιαδηλώνουμε & διαδηλώνομε dial.
2ndδιαδηλώνειςδιαδηλώνετε
3rdδιαδηλώνειδιαδηλώνουν & διαδηλώνουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndδιαδήλωνεδιαδηλώνετε
Present-Participleδιαδηλώνοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stδιαδήλωσαδιαδηλώσαμε
2ndδιαδήλωσεςδιαδηλώσατε
3rdδιαδήλωσεδιαδήλωσαν & διαδηλώσαν oral. & διαδηλώσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stδιαδηλώσωδιαδηλώσουμε & διαδηλώσομε dial.
2ndδιαδηλώσειςδιαδηλώσετε
3rdδιαδηλώσειδιαδηλώσουν & διαδηλώσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndδιαδήλωσεδιαδηλώστε
Simple past-Infinitiveδιαδηλώσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stδιαδήλωναδιαδηλώναμε
2ndδιαδήλωνεςδιαδηλώνατε
3rdδιαδήλωνεδιαδήλωναν & διαδηλώναν oral. & διαδηλώνανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stδιαδηλώνομαιδιαδηλωνόμαστε
2ndδιαδηλώνεσαιδιαδηλώνεστε & διαδηλωνόσαστε oral.
3rdδιαδηλώνεταιδιαδηλώνονται
Present-Imperative
Plural
2ndδιαδηλώνεστε
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stδιαδηλώθηκαδιαδηλωθήκαμε
2ndδιαδηλώθηκεςδιαδηλωθήκατε
3rdδιαδηλώθηκεδιαδηλώθηκαν & διαδηλωθήκαν oral. & διαδηλωθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stδιαδηλωθώδιαδηλωθούμε
2ndδιαδηλωθείςδιαδηλωθείτε
3rdδιαδηλωθείδιαδηλωθούν & διαδηλωθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndδιαδηλώσουδιαδηλωθείτε
Simple past-Infinitiveδιαδηλωθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stδιαδηλωνόμουν & διαδηλωνόμουνα oral. διαδηλωνόμασταν & διαδηλωνόμαστε
2ndδιαδηλωνόσουν & διαδηλωνόσουνα oral. διαδηλωνόσασταν & διαδηλωνόσαστε oral.
3rdδιαδηλωνόταν & διαδηλωνότανε oral. διαδηλώνονταν & διαδηλωνόντανε oral. & διαδηλωνόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleδιαδηλωμένος

Synonyms - Antonyms

διαδηλώνω v.

  1. Sδιακηρύσσω2, διαλαλώ, διατυμπανίζω, βροντοφωνάζω: Διαδήλωσαν την αντίθεσή τους.
  2. S: κάνω διαδήλωση, κατεβαίνω στους δρόμους

4 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.