Lexiscope: διαβρώνω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

δι-α-βρώ-νω

Morphology

διαβρώνω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stδιαβρώνωδιαβρώνουμε & διαβρώνομε dial.
2ndδιαβρώνειςδιαβρώνετε
3rdδιαβρώνειδιαβρώνουν & διαβρώνουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndδιάβρωνεδιαβρώνετε
Present-Participleδιαβρώνοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stδιάβρωσα & διέβρωναδιαβρώσαμε
2ndδιάβρωσες & διέβρωνεςδιαβρώσατε
3rdδιάβρωσε & διέβρωνεδιάβρωσαν & διέβρωναν & διαβρώσαν oral. & διαβρώσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stδιαβρώσωδιαβρώσουμε & διαβρώσομε dial.
2ndδιαβρώσειςδιαβρώσετε
3rdδιαβρώσειδιαβρώσουν & διαβρώσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndδιάβρωσεδιαβρώσετε & διαβρώστε
Simple past-Infinitiveδιαβρώσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stδιάβρωνα & διέβρωσαδιαβρώναμε
2ndδιάβρωνες & διέβρωσεςδιαβρώνατε
3rdδιάβρωνε & διέβρωσεδιάβρωναν & διέβρωσαν & διαβρώναν oral. & διαβρώνανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stδιαβρώνομαιδιαβρωνόμαστε
2ndδιαβρώνεσαιδιαβρώνεστε & διαβρωνόσαστε oral.
3rdδιαβρώνεταιδιαβρώνονται
Present-Imperative
Plural
2ndδιαβρώνεστε
Present-Participleδιαβρούμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stδιαβρώθηκαδιαβρωθήκαμε
2ndδιαβρώθηκεςδιαβρωθήκατε
3rdδιαβρώθηκεδιαβρώθηκαν & διαβρωθήκαν oral. & διαβρωθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stδιαβρωθώδιαβρωθούμε
2ndδιαβρωθείςδιαβρωθείτε
3rdδιαβρωθείδιαβρωθούν & διαβρωθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndδιαβρώσουδιαβρωθείτε
Simple past-Infinitiveδιαβρωθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stδιαβρωνόμουν & διαβρωνόμουνα oral. διαβρωνόμασταν & διαβρωνόμαστε
2ndδιαβρωνόσουν & διαβρωνόσουνα oral. διαβρωνόσασταν & διαβρωνόσαστε oral.
3rdδιαβρωνόταν & διαβρωνότανε oral. διαβρώνονταν & διαβρωνόντανε oral. & διαβρωνόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleδιαβρωμένος

Synonyms - Antonyms

διαβρώνω v.

Sδιαφθείρω1, εξαχρειώνω: Ο εύκολος πλουτισμός διαβρώνει συνειδήσεις.

διαβρώνει

Sφθείρει, κατατρώει, αποσαθρώνει: Τα άλατα διαβρώνουν τις σωληνώσεις.


3 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.