Lexiscope: διαβάζω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

δια-βά-ζω

Morphology

διαβάζω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stδιαβάζωδιαβάζουμε & διαβάζομε dial.
2ndδιαβάζειςδιαβάζετε
3rdδιαβάζειδιαβάζουν & διαβάζουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndδιάβαζεδιαβάζετε
Present-Participleδιαβάζοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stδιάβασαδιαβάσαμε
2ndδιάβασεςδιαβάσατε
3rdδιάβασεδιάβασαν & διαβάσαν oral. & διαβάσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stδιαβάσωδιαβάσουμε & διαβάσομε dial.
2ndδιαβάσειςδιαβάσετε
3rdδιαβάσειδιαβάσουν & διαβάσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndδιάβασεδιαβάστε
Simple past-Infinitiveδιαβάσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stδιάβαζαδιαβάζαμε
2ndδιάβαζεςδιαβάζατε
3rdδιάβαζεδιάβαζαν & διαβάζαν oral. & διαβάζανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stδιαβάζομαιδιαβαζόμαστε
2ndδιαβάζεσαιδιαβάζεστε & διαβαζόσαστε oral.
3rdδιαβάζεταιδιαβάζονται
Present-Imperative
Plural
2ndδιαβάζεστε
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stδιαβάστηκαδιαβαστήκαμε
2ndδιαβάστηκεςδιαβαστήκατε
3rdδιαβάστηκεδιαβάστηκαν & διαβαστήκαν oral. & διαβαστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stδιαβαστώδιαβαστούμε
2ndδιαβαστείςδιαβαστείτε
3rdδιαβαστείδιαβαστούν & διαβαστούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndδιαβάσουδιαβαστείτε
Simple past-Infinitiveδιαβαστεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stδιαβαζόμουν & διαβαζόμουνα oral. διαβαζόμασταν & διαβαζόμαστε
2ndδιαβαζόσουν & διαβαζόσουνα oral. διαβαζόσασταν & διαβαζόσαστε oral.
3rdδιαβαζόταν & διαβαζότανε oral. διαβάζονταν & διαβαζόντανε oral. & διαβαζόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleδιαβασμένος

Synonyms - Antonyms

διαβάζω v.

  1. Sκάνω ανάγνωση
  2. Sμελετάω1: Διάβασες μαθηματικά;
  3. Sεκφωνώ1, απαγγέλλω: Διάβασε τον πανηγυρικό λόγο.
  4. Sπληροφορούμαι: Το διάβασα στην εφημερίδα.
  5. Sδιαβλέπω1, διακρίνω2, διαισθάνομαι2: Διαβάζω στο βλέμμα σου μια αμφιβολία.
  6. Sευλογώ3: Καλέσαμε παπά να τον διαβάσει.

7 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.