Lexiscope: δημιουργικός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

δη-μι-ουρ-γι-κός

Morphology

δημιουργικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοδημιουργικόςοιδημιουργικοί
Genitiveτουδημιουργικούτωνδημιουργικών
Accusativeτοδημιουργικότουςδημιουργικούς
Vocative δημιουργικέ δημιουργικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηδημιουργικήοιδημιουργικές
Genitiveτηςδημιουργικήςτωνδημιουργικών
Accusativeτηδημιουργικήτιςδημιουργικές
Vocative δημιουργική δημιουργικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοδημιουργικόταδημιουργικά
Genitiveτουδημιουργικούτωνδημιουργικών
Accusativeτοδημιουργικόταδημιουργικά
Vocative δημιουργικό δημιουργικά

δημιουργικότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοδημιουργικότεροςοιδημιουργικότεροι
Genitiveτουδημιουργικότερουτωνδημιουργικότερων
Accusativeτοδημιουργικότεροτουςδημιουργικότερους
Vocative δημιουργικότερε δημιουργικότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηδημιουργικότερηοιδημιουργικότερες
Genitiveτηςδημιουργικότερηςτωνδημιουργικότερων
Accusativeτηδημιουργικότερητιςδημιουργικότερες
Vocative δημιουργικότερη δημιουργικότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοδημιουργικότεροταδημιουργικότερα
Genitiveτουδημιουργικότερουτωνδημιουργικότερων
Accusativeτοδημιουργικότεροταδημιουργικότερα
Vocative δημιουργικότερο δημιουργικότερα

δημιουργικότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοδημιουργικότατοςοιδημιουργικότατοι
Genitiveτουδημιουργικότατουτωνδημιουργικότατων
Accusativeτοδημιουργικότατοτουςδημιουργικότατους
Vocative δημιουργικότατε δημιουργικότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηδημιουργικότατηοιδημιουργικότατες
Genitiveτηςδημιουργικότατηςτωνδημιουργικότατων
Accusativeτηδημιουργικότατητιςδημιουργικότατες
Vocative δημιουργικότατη δημιουργικότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοδημιουργικότατοταδημιουργικότατα
Genitiveτουδημιουργικότατουτωνδημιουργικότατων
Accusativeτοδημιουργικότατοταδημιουργικότατα
Vocative δημιουργικότατο δημιουργικότατα

Synonyms - Antonyms

δημιουργικός adj.

Sπαραγωγικός3, γόνιμος2, εποικοδομητικός


7 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.