Lexiscope: δεσμεύω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

δε-σμεύ-ω

Morphology

δεσμεύω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stδεσμεύωδεσμεύουμε & δεσμεύομε dial.
2ndδεσμεύειςδεσμεύετε
3rdδεσμεύειδεσμεύουν & δεσμεύουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndδέσμευεδεσμεύετε
Present-Participleδεσμεύοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stδέσμευσαδεσμεύσαμε
2ndδέσμευσεςδεσμεύσατε
3rdδέσμευσεδέσμευσαν & δεσμεύσαν oral. & δεσμεύσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stδεσμεύσωδεσμεύσουμε & δεσμεύσομε dial.
2ndδεσμεύσειςδεσμεύσετε
3rdδεσμεύσειδεσμεύσουν & δεσμεύσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndδέσμευσεδεσμεύστε
Simple past-Infinitiveδεσμεύσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stδέσμευαδεσμεύαμε
2ndδέσμευεςδεσμεύατε
3rdδέσμευεδέσμευαν & δεσμεύαν oral. & δεσμεύανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stδεσμεύομαιδεσμευόμαστε
2ndδεσμεύεσαιδεσμεύεστε & δεσμευόσαστε oral.
3rdδεσμεύεταιδεσμεύονται
Present-Imperative
Plural
2ndδεσμεύεστε
Present-Participleδεσμευόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stδεσμεύτηκα & δεσμεύθηκα learn. δεσμευτήκαμε & δεσμευθήκαμε learn.
2ndδεσμεύτηκες & δεσμεύθηκες learn. δεσμευτήκατε & δεσμευθήκατε learn.
3rdδεσμεύτηκε & δεσμεύθηκε learn. δεσμεύτηκαν & δεσμευθήκανε learn. & δεσμεύθηκαν learn. & δεσμευτήκαν oral. & δεσμευτήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stδεσμευτώ & δεσμευθώ learn. δεσμευτούμε & δεσμευθούμε learn.
2ndδεσμευτείς & δεσμευθείς learn. δεσμευτείτε & δεσμευθείτε learn.
3rdδεσμευτεί & δεσμευθεί learn. δεσμευτούν & δεσμευθούν learn. & δεσμευθούνε learn. & δεσμευτούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndδεσμεύσουδεσμευτείτε & δεσμευθείτε learn.
Simple past-Infinitiveδεσμευτεί & δεσμευθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stδεσμευόμουν & δεσμευόμουνα oral. δεσμευόμασταν & δεσμευόμαστε
2ndδεσμευόσουν & δεσμευόσουνα oral. δεσμευόσασταν & δεσμευόσαστε oral.
3rdδεσμευόταν & δεσμευότανε oral. δεσμεύονταν & δεσμευόντανε oral. & δεσμευόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleδεσμευμένος

Synonyms - Antonyms

δεσμεύω v.

  1. Sυποχρεώνω: Η Χάρτα Σύγκλισης μας δεσμεύει να επιταχύνουμε τους ρυθμούς ανάπτυξης. Aαποδεσμεύω
  2. Sσυγκρατώ2, κρατάω7: Τα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας δεσμεύουν την επιβλαβή ηλιακή ακτινοβολία.
  3. Sπεριορίζω: Τον δεσμεύει η σύμβαση.
  4. Sπαγώνω: Δέσμευσαν τις καταθέσεις.

δεσμεύομαι

Sαναλαμβάνω την υποχρέωση, υπόσχομαι1, επαγγέλλομαι learn: Ο υπουργός δεσμεύτηκε να επαναφέρει το ζήτημα στη βουλή.


8 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.