Lexiscope: δείχνει

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

δεί-χνει

Morphology

δείχνω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stδείχνωδείχνουμε & δείχνομε dial.
2ndδείχνειςδείχνετε
3rdδείχνειδείχνουν & δείχνουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndδείχνεδείχνετε
Present-Participleδείχνοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stέδειξαδείξαμε
2ndέδειξεςδείξατε
3rdέδειξεέδειξαν & δείξαν oral. & δείξανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stδείξωδείξουμε & δείξομε dial.
2ndδείξειςδείξετε
3rdδείξειδείξουν & δείξουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndδείξεδείξτε
Simple past-Infinitiveδείξει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stέδειχναδείχναμε
2ndέδειχνεςδείχνατε
3rdέδειχνεέδειχναν & δείχναν oral. & δείχνανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stδείχνομαιδειχνόμαστε
2ndδείχνεσαιδείχνεστε & δειχνόσαστε oral.
3rdδείχνεταιδείχνονται
Present-Imperative
Plural
2ndδείχνεστε
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stδείχτηκα & δείχθηκα learn. δειχτήκαμε & δειχθήκαμε learn.
2ndδείχτηκες & δείχθηκες learn. δειχτήκατε & δειχθήκατε learn.
3rdδείχτηκε & δείχθηκε learn. δείχτηκαν & δείχθηκαν learn. & δειχτήκαν oral. & δειχτήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stδειχτώ & δειχθώ learn. δειχτούμε & δειχθούμε learn.
2ndδειχτείς & δειχθείς learn. δειχτείτε & δειχθείτε learn.
3rdδειχτεί & δειχθεί learn. δειχτούν & δειχθούν learn. & δειχθούνε learn. & δειχτούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndδείξουδειχτείτε & δειχθείτε learn.
Simple past-Infinitiveδειχτεί & δειχθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stδειχνόμουν & δειχνόμουνα oral. δειχνόμασταν & δειχνόμαστε
2ndδειχνόσουν & δειχνόσουνα oral. δειχνόσασταν & δειχνόσαστε oral.
3rdδειχνόταν & δειχνότανε oral. δείχνονταν & δειχνόντανε oral. & δειχνόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleδειγμένος

Synonyms - Antonyms

δείχνω v.

  1. Sεπιδεικνύω1, παρουσιάζω1, προβάλλω2, εμφανίζω1: Δείξτε μου την ταυτότητά σας. / Η τηλεόραση δείχνει συχνά σκηνές βίας.
  2. Sυποδεικνύω1 learn: Μου έδειξε το δρόμο. / Θα σου δείξω πώς λειτουργεί.
  3. Sαποδεικνύω, καταδεικνύω learn, τεκμηριώνω: Θα δείξω ότι είμαι αθώος.
  4. Sφανερώνω3, εκφράζω1, εκδηλώνω, εξωτερικεύω, βγάζω4: Αποφεύγει να δείχνει τα συναισθήματά του. Aκρύβω3, αποκρύπτω1
  5. Sμοιάζω2, φαίνομαι3, δίνω την εντύπωση: Με τα τακούνια δείχνει πιο ψηλή.

δείχνει

Sδηλώνει, φανερώνει, εμφαίνει learn, μαρτυρεί, προδίδει: Η στάση του δείχνει αδιαφορία.

δείχνομαι

Sκάνω επίδειξη

EXPR: δείχνω την πόρτα της εξόδου


5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.