Lexiscope: δίκαιο

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

δί-και-ο

Morphology

δίκαιο n. neut.

SingularPlural
Nominativeτοδίκαιοταδίκαια
Genitiveτουδίκαιου & δικαίου learn. τωνδίκαιων & δικαίων learn.
Accusativeτοδίκαιοταδίκαια
Vocative δίκαιο δίκαια

δίκαιος adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοδίκαιοςοιδίκαιοι
Genitiveτουδίκαιου & δικαίου learn. τωνδίκαιων & δικαίων learn.
Accusativeτοδίκαιοτουςδίκαιους & δικαίους learn.
Vocative δίκαιε δίκαιοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηδίκαιη & δικαία learn. οιδίκαιες
Genitiveτηςδίκαιης & δικαίας learn. τωνδίκαιων & δικαίων learn.
Accusativeτηδίκαιη & δικαία learn. τιςδίκαιες
Vocative δίκαιη & δικαία learn.  δίκαιες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοδίκαιοταδίκαια
Genitiveτουδίκαιου & δικαίου learn. τωνδίκαιων & δικαίων learn.
Accusativeτοδίκαιοταδίκαια
Vocative δίκαιο δίκαια

δικαιότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοδικαιότεροςοιδικαιότεροι
Genitiveτουδικαιότερουτωνδικαιότερων
Accusativeτοδικαιότεροτουςδικαιότερους
Vocative δικαιότερε δικαιότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηδικαιότερηοιδικαιότερες
Genitiveτηςδικαιότερηςτωνδικαιότερων
Accusativeτηδικαιότερητιςδικαιότερες
Vocative δικαιότερη δικαιότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοδικαιότεροταδικαιότερα
Genitiveτουδικαιότερουτωνδικαιότερων
Accusativeτοδικαιότεροταδικαιότερα
Vocative δικαιότερο δικαιότερα

δικαιότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοδικαιότατοςοιδικαιότατοι
Genitiveτουδικαιότατουτωνδικαιότατων
Accusativeτοδικαιότατοτουςδικαιότατους
Vocative δικαιότατε δικαιότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηδικαιότατηοιδικαιότατες
Genitiveτηςδικαιότατηςτωνδικαιότατων
Accusativeτηδικαιότατητιςδικαιότατες
Vocative δικαιότατη δικαιότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοδικαιότατοταδικαιότατα
Genitiveτουδικαιότατουτωνδικαιότατων
Accusativeτοδικαιότατοταδικαιότατα
Vocative δικαιότατο δικαιότατα

Synonyms - Antonyms

δίκαιο n.

  1. Sδίκιο oral, δικαιοσύνη1
  2. Sδικαίωμα1: τα δίκαια των εργαζομένων
  3. Sνόμοι

δίκαιος adj.

  1. Aάδικος1
  2. Sαμερόληπτος Aμεροληπτικός
  3. Sεπάξιος: δίκαιη αναγνώριση

7 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.