Lexiscope: γηγενής

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

γη-γε-νής

Morphology

γηγενής adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeογηγενήςοιγηγενείς
Genitiveτουγηγενούςτωνγηγενών
Accusativeτογηγενήτουςγηγενείς
Vocative γηγενή & γηγενής γηγενείς
Feminine
SingularPlural
Nominativeηγηγενήςοιγηγενείς
Genitiveτηςγηγενούςτωνγηγενών
Accusativeτηγηγενήτιςγηγενείς
Vocative γηγενή & γηγενής γηγενείς
Neuter
SingularPlural
Nominativeτογηγενέςταγηγενή
Genitiveτουγηγενούςτωνγηγενών
Accusativeτογηγενέςταγηγενή
Vocative γηγενές γηγενή

Synonyms - Antonyms

γηγενής adj. learn

Sντόπιος1, αυτόχθονας

Προθήματα - Επιθήματα

γεω- [jeo]

γεώ- [jeó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
γαιο- [jeo] και γαι- [je]
γη- [ji] και γή- [jí]

Προέρχεται από την αρχαία γενική γεώς του ουσιαστικού γη.

1. Σχέση με τη γη

Το γεω- σχηματίζει λέξεις του επιστημονικού λεξιλογίου που έχουν σχέση με τη γη και τη μελέτη της. Για παράδειγμα, ο γεωμαγνητισμός είναι ο μαγνητισμός της γης.

γεωγραφία

γεωθερμικός, -ή, -ό

γεωδαισία

γεωκεντρικός, -ή, -ό

γεωθερμία

γεωλογικός, -ή, -ό

γεωλογία

γεωμαγνητικός, -ή, -ό

γεωλόγος

γεωμετρικός, -ή, -ό

γεωμαγνητισμός

γεωπολιτικός, -ή, -ό

γεωμετρία

γεωπονικός, -ή, -ό

γεωπολιτική

γεωργικός, -ή, -ό

γεωπονία

γεωστατικός, -ή, -ό

γεωπόνος

γεωστρατηγικός, -ή, -ό

γεωργία

γεωργός

γεωστατική

γεωτροπισμός

γεωχημεία

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(επιστημ.) Το γεω- σχηματίζει επίσης ονομασίες της βοτανικής και της ζωολογίας.

γεωσκώληκας, γεώφυτο

✔ Λέξεις που έχουν σχέση με τη γη σχηματίζονται και με το συστατικό γαιο-, το οποίο προέρχεται από τη λέξη της αρχαίας ελληνικής γαία (= γη).

γαιάνθρακας, γαιοκτήμονας, γαιοκτησία

✔ Από το ουσιαστικό γη προέρχεται και το συστατικό γη- το οποίο απαντά σε λέξεις όπως:

γήλοφος

γηγενής, -ής, -ές

γήπεδο

-γεν-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -γεν- αναφέρονται στη δημιουργία ή στη γέννηση.Το συστατικό -γεν- προέρχεται από το αρχαίο ρήμα γίγνομαι (= γίνομαι) (πρβ. γένος). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ουσιαστικά

-γένεια [jénia]

Για παράδειγμα, η συγγένεια είναι ο δεσμός μεταξύ προσώπων που συνδέονται βιολογικά (δηλ. εξ αίματος) ή θεσμικά (π.χ. με γάμο)· λέμε ότι κάποιος έχει φωτογένεια όταν βγαίνει με ωραία και εκφραστικά χαρακτηριστικά στις φωτογραφίες.

αγένεια, ανομοιογένεια, ευγένεια, θνησιγένεια (ιατρ.), ιθαγένεια, οικογένεια, ομοιογένεια, παθογένεια (ιατρ.), σεισμογένεια, συγγένεια, φυλογένεια (βιολ.), φωτογένεια

-γένεση [jénesi]

(βιολ.) Για παράδειγμα, η τερατογένεση είναι η γέννηση τέρατος.

εμβρυογένεση, κυτταρογένεση, οντογένεση, οστεογένεση, παθογένεση, παρθενογένεση, τερατογένεση

⇨ Από την ίδια ρίζα έχει σχηματιστεί και το βʹ συστατικό -γονία*.

-γενεσία [jenesía]

Για παράδειγμα, η παλιγγενεσία είναι η αναγέννηση, η επιστροφή από το θάνατο στη ζωή.

δυσγενεσία, παλιγγενεσία, παρθενογενεσία

Επίθετα

-γενετικός [jenetikós], -γενετική, -γενετικό

(βιολ.) Για παράδειγμα, οι φυλογενετικές σχέσεις αφορούν τις συγγένειες διαφορετικών ειδών, οι οποίες προκύπτουν από την εξελικτική τους πορεία.

αβιογενετικός, ανθρωπογενετικός, βιογενετικός, μορφογενετικός, παθογενετικός, φυλογενετικός, ψυχογενετικός

✔ Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με επίθετα σε -γεννητικός, όπως αναγεννητικός, προγεννητικός, μεταγεννητικός, τα οποία συνδέονται με το ουσιαστικό γέννηση.

-γενής [jenís], -γενής, -γενές

Για παράδειγμα, το ηφαιστειογενές νησί έχει δημιουργηθεί από ηφαίστειο.

αγενής, ανθρωπογενής, γηγενής, δευτερογενής, διαβρωσιγενής (γεωλ.), ελληνογενής, ενδογενής, εξωγενής, ερωτογενής, ευγενής, ηφαιστειογενής (γεωλ.), θεογενής, ιθαγενής, ιογενής, κοραλλιογενής (γεωλ.), παρασιτογενής, προσχωσιγενής (γεωλ.), πρωτογενής, σεισμογενής, συγγενής, φωτογενής, ψυχογενής

⇨ Από την ίδια ρίζα έχει σχηματιστεί και το βʹ συστατικό -γόνος*.

Λέξεις με άλλες σημασίες

Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με λέξεις όπως μακρυγένης, κοκκινογένης, οι οποίες περιέχουν το συστατικό -γένης (που προέρχεται από το γένι).


6 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.