Lexiscope: γεροξεκούτης

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

γε-ρο-ξε-κού-της

Morphology

γεροξεκούτης n. masc.

SingularPlural
Nominativeογεροξεκούτηςοιγεροξεκούτηδες
Genitiveτουγεροξεκούτητωνγεροξεκούτηδων
Accusativeτογεροξεκούτητουςγεροξεκούτηδες
Vocative γεροξεκούτη γεροξεκούτηδες

Synonyms - Antonyms

γεροξεκούτης n.

Sραμολί oral, ραμολιμέντο oral, ξεμωραμένος

Προθήματα - Επιθήματα

γερο- [jero]

γερό- [jeró] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Με την πρώτη σημασία προέρχεται από το ουσιαστικό γέρος και με τη δεύτερη σημασία από το επίθετο γερός.

1. Προχωρημένη ηλικία

Το γερο- σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται σε άνθρωπο μεγάλης ηλικίας (συνήθως αρνητικά ή μειωτικά). Για παράδειγμα, γεροπαράξενο λέμε έναν ηλικιωμένο που έχει πολλές ιδιοτροπίες.

γερομπισμπίκης, γεροξεκούτης, γεροξούρας, γεροπαραλυμένος, γεροπαράξενος (θηλ. -η)

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Η λέξη γερόλυκος χρησιμοποιείται κυρίως για κάποιον που είναι παλιός ναυτικός ή μεταφορικά για όποιον έχει περάσει πολλούς κινδύνους και έχει αποκτήσει πολλές εμπειρίες.

✔ Στον προφορικό λόγο, το γερο- χρησιμοποιείται και ως προτακτικό μπροστά από κύρια ονόματα (π.χ. γερο-Διονύση, γερο-Θανάση).

⇨ Για λέξεις με παρόμοια σημασία βλ. γεροντο-*, γηρο-*.

2. Δύναμη

Το γερο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν κάποιον που είναι γερός και δυνατός. Για παράδειγμα, όταν κάποιος είναι γεροδεμένος έχει δυνατό και καλογυμνασμένο σώμα.

γεροδεμένος, -η, -ο, γεροφτιαγμένος, -η, -ο

1 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.