Lexiscope: γεμάτος

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

γε-μά-τος

Morphology

γεμάτος adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeογεμάτοςοιγεμάτοι
Genitiveτουγεμάτουτωνγεμάτων
Accusativeτογεμάτοτουςγεμάτους
Vocative γεμάτε γεμάτοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηγεμάτηοιγεμάτες
Genitiveτηςγεμάτηςτωνγεμάτων
Accusativeτηγεμάτητιςγεμάτες
Vocative γεμάτη γεμάτες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτογεμάτοταγεμάτα
Genitiveτουγεμάτουτωνγεμάτων
Accusativeτογεμάτοταγεμάτα
Vocative γεμάτο γεμάτα

γεματούλης adj. dim.

Masculine
SingularPlural
Nominativeογεματούλης & γεματούτσικοςοιγεματούληδες & γεματούτσικοι
Genitiveτουγεματούλη & γεματούτσικουτωνγεματούληδων & γεματούτσικων
Accusativeτογεματούλη & γεματούτσικοτουςγεματούληδες & γεματούτσικους
Vocative γεματούλη & γεματούτσικε γεματούληδες & γεματούτσικοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηγεματούλα & γεματούτσικηοιγεματούλες & γεματούτσικες
Genitiveτηςγεματούλας & γεματούτσικηςτωνγεματούτσικων
Accusativeτηγεματούλα & γεματούτσικητιςγεματούλες & γεματούτσικες
Vocative γεματούλα & γεματούτσικη γεματούλες & γεματούτσικες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτογεματούλικο & γεματούτσικοταγεματούλικα & γεματούτσικα
Genitiveτουγεματούλικου & γεματούτσικουτωνγεματούλικων & γεματούτσικων
Accusativeτογεματούλικο & γεματούτσικοταγεματούλικα & γεματούτσικα
Vocative γεματούλικο & γεματούτσικο γεματούλικα & γεματούτσικα

Synonyms - Antonyms

γεμάτος adj.

  1. Sπλήρης1, φουλ: χωράφια γεμάτα λουλούδια / Το λεωφορείο ήταν γεμάτο. Aάδειος1, κενός1
  2. Sόλος3, έμπλεος learn: γεμάτος απορία
  3. Sπαχουλός, αφράτος Aαδύνατος3, λεπτός2
  4. Sυπερδραστήριος, πολυάσχολος: Η μέρα της ήταν γεμάτη. Aελεύθερος5, διαθέσιμος
  5. Sσυμπληρωμένος: Έχει πια γεμάτα τα 30.

EXPR: ρίχνω άδεια να πιάσω γεμάτα


3 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.