Lexiscope: βρομερός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

βρο-με-ρός

Morphology

βρομερός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοβρομερόςοιβρομεροί
Genitiveτουβρομερούτωνβρομερών
Accusativeτοβρομερότουςβρομερούς
Vocative βρομερέ βρομεροί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηβρομερήοιβρομερές
Genitiveτηςβρομερήςτωνβρομερών
Accusativeτηβρομερήτιςβρομερές
Vocative βρομερή βρομερές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοβρομερόταβρομερά
Genitiveτουβρομερούτωνβρομερών
Accusativeτοβρομερόταβρομερά
Vocative βρομερό βρομερά

βρομερότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοβρομερότεροςοιβρομερότεροι
Genitiveτουβρομερότερουτωνβρομερότερων
Accusativeτοβρομερότεροτουςβρομερότερους
Vocative βρομερότερε βρομερότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηβρομερότερηοιβρομερότερες
Genitiveτηςβρομερότερηςτωνβρομερότερων
Accusativeτηβρομερότερητιςβρομερότερες
Vocative βρομερότερη βρομερότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοβρομερότεροταβρομερότερα
Genitiveτουβρομερότερουτωνβρομερότερων
Accusativeτοβρομερότεροταβρομερότερα
Vocative βρομερότερο βρομερότερα

βρομερότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοβρομερότατοςοιβρομερότατοι
Genitiveτουβρομερότατουτωνβρομερότατων
Accusativeτοβρομερότατοτουςβρομερότατους
Vocative βρομερότατε βρομερότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηβρομερότατηοιβρομερότατες
Genitiveτηςβρομερότατηςτωνβρομερότατων
Accusativeτηβρομερότατητιςβρομερότατες
Vocative βρομερότατη βρομερότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοβρομερότατοταβρομερότατα
Genitiveτουβρομερότατουτωνβρομερότατων
Accusativeτοβρομερότατοταβρομερότατα
Vocative βρομερότατο βρομερότατα

Synonyms - Antonyms

βρομερός adj.

  1. Sβρόμικος1, ακάθαρτος, ρυπαρός learn Aκαθαρός1
  2. Sαισχρός, ανήθικος: βρομερός τύπος

6 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.