Lexiscope: βρέθηκα

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

βρέ-θη-κα

Morphology

βρίσκω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stβρίσκωβρίσκουμε & βρίσκομε dial.
2ndβρίσκειςβρίσκετε
3rdβρίσκειβρίσκουν & βρίσκουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndβρίσκεβρίσκετε
Present-Participleβρίσκοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stβρήκα & ήβρα lit. βρήκαμε & ήβραμε lit.
2ndβρήκες & ήβρες lit. βρήκατε & ήβρατε lit.
3rdβρήκε & ήβρε lit. βρήκαν & ήβραν lit. & ήβρανε lit. & βρήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stβρω & έβρω lit. βρούμε & έβρομε lit. & έβρουμε lit.
2ndβρεις & έβρεις lit. βρείτε & έβρετε lit.
3rdβρει & έβρει lit. βρουν & έβρουν lit. & έβρουνε lit. & βρούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndβρεςβρείτε & βρέστε oral.
Simple past-Infinitiveβρει & έβρει lit.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stέβρισκαβρίσκαμε
2ndέβρισκεςβρίσκατε
3rdέβρισκεέβρισκαν & βρίσκαν oral. & βρίσκανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stβρίσκομαιβρισκόμαστε
2ndβρίσκεσαιβρίσκεστε & βρισκόσαστε oral.
3rdβρίσκεταιβρίσκονται
Present-Imperative
Plural
2ndβρίσκεστε
Present-Participleβρισκόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stβρέθηκα & ευρέθην learn. βρεθήκαμε
2ndβρέθηκες & ευρέθης learn. βρεθήκατε
3rdβρέθηκε & ευρέθη learn. βρέθηκαν & ευρέθησαν learn. & βρεθήκαν oral. & βρεθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stβρεθώβρεθούμε
2ndβρεθείςβρεθείτε
3rdβρεθείβρεθούν & βρεθούνε oral.
Simple past-Imperative
Plural
2ndβρεθείτε
Simple past-Infinitiveβρεθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stβρισκόμουν & βρισκόμουνα oral. βρισκόμασταν & βρισκόμαστε
2ndβρισκόσουν & βρισκόσουνα oral. βρισκόσασταν & βρισκόσαστε oral.
3rdβρισκόταν & βρισκότανε oral. βρίσκονταν & βρισκόντανε oral. & βρισκόντουσαν oral.

Synonyms - Antonyms

βρίσκω v.

  1. Sεντοπίζω, ανακαλύπτω1
  2. Sεξασφαλίζω2, εξοικονομώ1: Δεν μπορεί να βρει δουλειά.
  3. Sσυναντάω1, απαντάω3 pop.+lit.: Βρήκα στο δρόμο μια παλιά μου συμμαθήτρια.
  4. Sπετυχαίνω2: Βρήκε το στόχο της. Aχάνω4
  5. Sπροσκρούω1 learn, χτυπάω3: Η μπάλα βρήκε στο δοκάρι.
  6. Sθεωρώ2, κρίνω2, νομίζω: Τη βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα την πρότασή σας.

βρίσκομαι

  1. Sείμαι1
  2. Sβλέπομαι, ανταμώνω: Βρέθηκαν και τα είπανε μετά από τόσα χρόνια.

βρίσκεται

Sέγκειται learn, εντοπίζεται

βρέθηκα

  1. Sκατέληξα, κατάντησα: Βρέθηκαν να χάνουν με 2-0.
  2. Sσυμπαραστάθηκα, στάθηκα2: Κανείς δεν του βρέθηκε.

μου βρίσκεται

Sέχω3, βαστάω3 oral: Σου βρίσκονται καθόλου ψιλά;

EXPR: τα βρίσκω, τα βρίσκω μπαστούνια, τα βρίσκω σκούρα, τη βρίσκω


6 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.