Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
Syllabification
βα-σα-νι-στι-κός
Morphology
βασανιστικός adj.
Masculine |
| Singular | Plural |
Nominative | ο | βασανιστικός | οι | βασανιστικοί |
Genitive | του | βασανιστικού | των | βασανιστικών |
Accusative | το | βασανιστικό | τους | βασανιστικούς |
Vocative | | βασανιστικέ | | βασανιστικοί |
|
Feminine |
| Singular | Plural |
Nominative | η | βασανιστική | οι | βασανιστικές |
Genitive | της | βασανιστικής | των | βασανιστικών |
Accusative | τη | βασανιστική | τις | βασανιστικές |
Vocative | | βασανιστική | | βασανιστικές |
|
Neuter |
| Singular | Plural |
Nominative | το | βασανιστικό | τα | βασανιστικά |
Genitive | του | βασανιστικού | των | βασανιστικών |
Accusative | το | βασανιστικό | τα | βασανιστικά |
Vocative | | βασανιστικό | | βασανιστικά |
|
βασανιστικότερος adj. comp.
Masculine |
| Singular | Plural |
Nominative | ο | βασανιστικότερος | οι | βασανιστικότεροι |
Genitive | του | βασανιστικότερου | των | βασανιστικότερων |
Accusative | το | βασανιστικότερο | τους | βασανιστικότερους |
Vocative | | βασανιστικότερε | | βασανιστικότεροι |
|
Feminine |
| Singular | Plural |
Nominative | η | βασανιστικότερη | οι | βασανιστικότερες |
Genitive | της | βασανιστικότερης | των | βασανιστικότερων |
Accusative | τη | βασανιστικότερη | τις | βασανιστικότερες |
Vocative | | βασανιστικότερη | | βασανιστικότερες |
|
Neuter |
| Singular | Plural |
Nominative | το | βασανιστικότερο | τα | βασανιστικότερα |
Genitive | του | βασανιστικότερου | των | βασανιστικότερων |
Accusative | το | βασανιστικότερο | τα | βασανιστικότερα |
Vocative | | βασανιστικότερο | | βασανιστικότερα |
|
βασανιστικότατος adj. sup.
Masculine |
| Singular | Plural |
Nominative | ο | βασανιστικότατος | οι | βασανιστικότατοι |
Genitive | του | βασανιστικότατου | των | βασανιστικότατων |
Accusative | το | βασανιστικότατο | τους | βασανιστικότατους |
Vocative | | βασανιστικότατε | | βασανιστικότατοι |
|
Feminine |
| Singular | Plural |
Nominative | η | βασανιστικότατη | οι | βασανιστικότατες |
Genitive | της | βασανιστικότατης | των | βασανιστικότατων |
Accusative | τη | βασανιστικότατη | τις | βασανιστικότατες |
Vocative | | βασανιστικότατη | | βασανιστικότατες |
|
Neuter |
| Singular | Plural |
Nominative | το | βασανιστικότατο | τα | βασανιστικότατα |
Genitive | του | βασανιστικότατου | των | βασανιστικότατων |
Accusative | το | βασανιστικότατο | τα | βασανιστικότατα |
Vocative | | βασανιστικότατο | | βασανιστικότατα |
|
Synonyms - Antonyms
βασανιστικός adj.
- S: μαρτυρικός: βασανιστικός πονοκέφαλος
- S: εξονυχιστικός, εξαντλητικός2: βασανιστική έρευνα
3 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.