Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
αυ-το-κυ-ρι-αρ-χί-α
αυτοκυριαρχία n. fem.
|
αυτοκυριαρχία n.
S: αυτοέλεγχος, αυτοσυγκράτηση, κράτημα1
αυτο- [afto]
αυτό- [aftó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
αυτ- [aft] πριν από φωνήεν
αυθ- [afθ] παλαιότερα, πριν από δασυνόμενο φωνήεν
Προέρχεται από την αντωνυμία αυτός.
1. Αυτοπάθεια
Το αυτο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάποιος κάνει κάτι στον ίδιο του τον εαυτό. Για παράδειγμα, όταν κάποιος αυτοσυντηρείται συντηρεί τον εαυτό του με τα δικά του μέσα, ενώ όταν κάποιος έχει αυτογνωσία γνωρίζει καλά τον εαυτό του, τις δυνατότητες και τις αδυναμίες του, τα προτερήματα και τα ελαττώματά του.
αυθυποβολή | αυτοβιογραφικός, -ή, -ό | αυτοαποκαλούμαι |
αυταπάρνηση | αυτοδιοικητικός, -ή, -ό | αυτοδιοικούμαι |
αυταπάτη | αυτοκαταστροφικός, -ή, -ό | αυτοεξυπηρετούμαι |
αυτοάμυνα | αυτοκτονικός, -ή, -ό | αυτοϊκανοποιούμαι |
αυτοβιογραφία | αυτοσαρκαστικός, -ή, -ό | αυτοκαταστρέφομαι |
αυτογνωσία | αυτοκατηγορούμαι | |
αυτοδιοίκηση | αυτοκτονώ | |
αυτοέλεγχος | αυτοπαρουσιάζομαι | |
αυτοεπιβολή | αυτοπροβάλλομαι | |
αυτοκαταστροφή | αυτοπυρπολούμαι | |
αυτοκριτική | αυτοσαρκάζομαι | |
αυτοκτονία | αυτοσυγκεντρώνομαι | |
αυτολύπηση | αυτοσυντηρούμαι | |
αυτοπεποίθηση | ||
αυτοπροβολή | ||
αυτοπροστασία | ||
αυτοπροσωπογραφία | ||
αυτοσαρκασμός | ||
αυτοσεβασμός | ||
αυτοσυγκράτηση |
2. Χωρίς τη βοήθεια άλλου
Το αυτο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι υπάρχει ή δημιουργείται από μόνο του, χωρίς εξωτερική βοήθεια ή παρέμβαση και χωρίς να συνδέεται με κάτι άλλο ή να εξαρτάται από αυτό. Για παράδειγμα, ο αυθύπαρκτος υπάρχει από μόνος του, ενώ σε μία τηλεοπτική σειρά με αυτοτελή επεισόδια κάθε ιστορία ολοκληρώνεται σε ένα επεισόδιο και δε συνεχίζεται στο επόμενο.
αυτοαπασχόληση | αυθύπαρκτος, -η, -ο |
αυτοαπασχολούμενος | αυτοδύναμος, -η, -ο |
αυτονομία | αυτοκέφαλος, -η, -ο |
αυτοτέλεια | αυτόνομος, -η, -ο |
αυτουργία | αυτοτελής, -ής, -ές |
αυτουργός | αυτοφυής, -ής, -ές |
αυτόχειρας |
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ
•Σε κάποιες περιπτώσεις, το αυτο- συνδυάζεται με ρηματικά επίθετα για να δηλώσει ότι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος προήλθε αποκλειστικά από τη δική του θέληση ή προσπάθεια. Για παράδειγμα, ο αυτοδίδακτος έχει διδαχθεί κάτι μόνος του χωρίς τη βοήθεια άλλου, ενώ ο αυτοεξόριστος έχει εξοριστεί με τη δική του θέληση σε ξένη χώρα.
ΑΝΤ Κάποιες λέξεις με αυτο- σε αυτή τη σημασία σχηματίζουν αντίθετα με ετερο-* (π.χ. αυτόφωτος ≠ ετερόφωτος).
-αρχ-
Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -αρχ- αναφέρονται στην άσκηση εξουσίας.Το συστατικό -αρχ- προέρχεται από το ρήμα άρχω (= κυβερνάω). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:
Ρήματα
-αρχώ [arxó]
Για παράδειγμα, κυριαρχεί κανείς σε κάτι όταν έχει την απόλυτη εξουσία σε αυτό· όταν ιεραρχούμε κάποια πράγματα τα κατατάσσουμε με μια σειρά προτεραιότητας.
Ουσιαστικά
-αρχείο [arx̃ío]
Για παράδειγμα, το δημαρχείο είναι ο χώρος όπου βρίσκονται τα γραφεία της δημαρχίας· το ληξιαρχείο είναι η δημόσια υπηρεσία στην οποία τηρούνται τα ληξιαρχικά βιβλία.
✔ Η λέξη σκασιαρχείο έχει ιδιαίτερη σημασία και δηλώνει την αδικαιολόγητη, ηθελημένη απουσία μαθητή από το σχολείο.
-άρχης [árx̃is] (θηλ. -άρχης, σπάνια -άρχισσα)
Για παράδειγμα, ο μονάρχης είναι ο άνθρωπος που συγκεντρώνει και ασκεί όλες τις εξουσίες σε ένα κράτος· ο τελετάρχης είναι ο επικεφαλής μιας τελετής· ο γυμνασιάρχης διοικεί ένα γυμνάσιο.
-αρχία [arx̃ía]
Για παράδειγμα, η μοναρχία είναι το πολίτευμα κατά το οποίο όλες οι εξουσίες συγκεντρώνονται σε έναν άνθρωπο, το μονάρχη· η δημαρχία είναι το αξίωμα του δημάρχου· η φιλαρχία είναι η έντονη επιθυμία κάποιου να αποκτήσει εξουσία.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ
• (φιλοσοφ.) Το -αρχία σχηματίζει λέξεις του φιλοσοφικού λεξιλογίου που δηλώνουν ότι κάτι έχει καθοριστικό ρόλο στη γνώση και στην αντίληψη του κόσμου. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τη νοησιαρχία τα πάντα καθορίζονται από τη νόηση (σε αντιδιαστολή προς τη βούληση και το συναίσθημα).
⇨ Με παρόμοια σημασία υπάρχουν και οι σχηματισμοί σε -κρατία*.
-αρχος [arxos]
Για παράδειγμα, ο δήμαρχος είναι το πρόσωπο που διοικεί μια πόλη· ο ίλαρχος διοικεί μια ίλη, δηλ. μια ομάδα τεθωρακισμένων αρμάτων.
Επίθετα
-αρχιακός [arx̃iakós], -αρχιακή, -αρχιακό
Για παράδειγμα, επαρχιακές είναι οι πόλεις που βρίσκονται στην επαρχία.
-αρχικός [arx̃ikós], -αρχική, -αρχικό
Για παράδειγμα, το φεουδαρχικό σύστημα σχετίζεται με τη φεουδαρχία· η ληξιαρχική πράξη αφορά το ληξιαρχείο.
-αρχος [arxos], -αρχη, -αρχο
Για παράδειγμα, κυρίαρχη αντίληψη είναι αυτή που κυριαρχεί, που είναι πιο ισχυρή και καθοριστική.
ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ: Το επίθετο φίλαρχος (= που του αρέσει η εξουσία) γράφεται με /ι/, ενώ το ουσιαστικό φύλαρχος (= αρχηγός φυλής) γράφεται με /υ/.
9 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.
✔ Τα ρήματα που σχηματίζονται με το αυτο- είναι πάντα στην παθητική φωνή (με εξαίρεση το αυτοκτονώ).