Lexiscope: ατροφώ

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

α-τρο-φώ

Morphology

ατροφώ v. active only

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stατροφώατροφούμε
2ndατροφείςατροφείτε
3rdατροφείατροφούν & ατροφούνε oral.
Present-Imperative
Plural
2ndατροφείτε
Present-Participleατροφώντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stατρόφησαατροφήσαμε
2ndατρόφησεςατροφήσατε
3rdατρόφησεατρόφησαν & ατροφήσαν oral. & ατροφήσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stατροφήσωατροφήσουμε & ατροφήσομε dial.
2ndατροφήσειςατροφήσετε
3rdατροφήσειατροφήσουν & ατροφήσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndατρόφησεατροφήσετε & ατροφήστε
Simple past-Infinitiveατροφήσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stατροφούσαατροφούσαμε
2ndατροφούσεςατροφούσατε
3rdατροφούσεατροφούσαν & ατροφούσανε oral.

Προθήματα - Επιθήματα

α- [a] (γνωστό και ως α στερητικό)

ά- [á] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
αν- [an] και άν- [án] πριν από φωνήεν
αρ- [ar] και άρ- [ár] πριν από /ρ/
ανα- [ana] και ανά- [aná] μερικές φορές πριν από σύμφωνο
ανε- [ane] και ανέ- [ané] σπάνια
ανη- [ani] και ανή- [aní] σπάνια

Προέρχεται από το αρχαίο στερητικό πρόθημα α-.

1. Αντίθεση

Το α- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν το αντίθετο από αυτό που δηλώνει το βʹ συστατικό. Για παράδειγμα, κάτι άνοστο δεν είναι νόστιμο.

αβεβαιότητα

αβάσιμος, -η, -ο

αδιαθετώ

αδιαθεσία

αβέβαιος, -η, -ο

αδικώ

αδιαφάνεια

άγονος, -η, -ο

αδυνατώ

αδιαφορία

άγραφος, -η, -ο

αθετώ

αδικία

αδιάθετος, -η, -ο

ανησυχώ

αμάθεια

αδιάκοπος, -η, -ο

απειθώ

αναλφαβητισμός

αδιαφανής, -ής, -ές

απιστώ

ανησυχία

αδιάφορος, -η, -ο

αρρωσταίνω

ανοσία

άδικος, -η, -ο

ασεβώ

απάθεια

αδύνατος, -η, -ο

ασθενώ

απιστία

άθραυστος, -η, -ο

αστοχώ

αρρώστια

αμαθής, -ής, -ές

ατροφώ

ασέβεια

άμαχος, -η, -ο

ατυχώ

ασθένεια

αναλφάβητος, -η, -ο

αστοχία

ανάξιος, -α, -ο

ατροφία

ανεπίσημος, -η, -ο

ατυχία

ανήσυχος, -η, -ο

άνοστος, -η, -ο

απαθής, -ής, -ές

άπιστος, -η, -ο

άρρωστος, -η, -ο

ασεβής, -ής, -ές

ασθενής, -ής, -ές

άστοχος, -η, -ο

άτυχος, -η, -ο

✔ Το α- συνδυάζεται συχνά με ρηματικά επίθετα (π.χ. ψητός, βραστός, γνωστός) για να σχηματίσει το αντίθετό τους (π.χ. ά-ψητος, ά-βραστος, ά-γνωστος).

αβαθμολόγητος, -η, -ο, αβοήθητος, -η, -ο, άβραστος, -η, -ο, άγνωστος, -η, -ο, αδιαμέτρητος, -η, -ο, αδιαπαιδαγώγητος, -η, -ο, αδιευθέτητος, -η, -ο, αδικαιολόγητος, -η, -ο, ακίνητος, -η, -ο, αμετακίνητος, -η, -ο, αμέτρητος, -η, -ο, αξύριστος, -η, -ο, απλήρωτος, -η, -ο, άπλυτος, -η, -ο, άψητος, -η, -ο

✔ Επίθετα με αʹ συστατικό α- εμφανίζονται σε φράσεις με ομόρριζο ουσιαστικό οι οποίες δηλώνουν ότι αυτό που εκφράζει το ουσιαστικό δεν ισχύει στην πραγματικότητα.

βίος αβίωτος, γάμος άγαμος, δώρο άδωρο

⇨ Για λέξεις που δηλώνουν αντίθεση βλ. και ξε-*.

2. Έλλειψη, στέρηση

Ορισμένες λέξεις με το α- δηλώνουν ότι μια ιδιότητα δεν υπάρχει καθόλου ή ότι μια κατάσταση δεν ισχύει. Για παράδειγμα, κάποιος είναι ανίκανος όταν δε διαθέτει ικανότητες σε συγκεκριμένο τομέα, ενώ η αναρχία είναι η έλλειψη τάξης.

αδυναμία

αδύναμος, -η, -ο

αναβροχιά

ανάλατος, -η, -ο

ανανδρία

άνανδρος, -η, -ο

αναρχία

άναρχος, -η, -ο

ανασφάλεια

ανασφαλής, -ής, -ές

ανεντιμότητα

ανέντιμος, -η, -ο

ανεργία

άνεργος, -η, -ο

ανευθυνότητα

ανεύθυνος, -η, -ο

ανικανότητα

ανίκανος, -η, -ο

αχαριστία

άνυδρος, -η, -ο

απένταρος, -η, -ο

άπορος, -η, -ο

άτοκος, -η, -ο

αχάριστος, -η, -ο

✔ Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση ανάμεσα στο άνεργος (= αυτός που παρά τη θέλησή του δεν εργάζεται) και άεργος (= αυτός που δεν εργάζεται από επιλογή). Και τα δύο σχηματίζονται με το στερητικό α-.

▶ Σπανιότερα, το στερητικό α- απαντά και ως ανε- (π.χ. ανε-πρόκοπος) ή ανη- (π.χ. ανή-μπορος) όταν το βʹ συστατικό αρχίζει με σύμφωνο, αναλογικά προς λέξεις που αρχίζουν με /ε/ και /η/ αντίστοιχα.

Λέξεις με άλλες σημασίες

Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το αʹ συστατικό ανα-* σε λέξεις όπως ανα-δρομικός, ανα-δύομαι, ανα-ζητώ.

-τροφ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -τροφ- αναφέρονται συνήθως στην εκτροφή και αναπαραγωγή ζώων για οικονομική εκμετάλλευση.Tο συστατικό -τροφ- προέρχεται από το ρήμα τρέφω. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-τροφώ [trofó] (σπάνια χρήση)

(ιατρ.) Για παράδειγμα, όταν ένα μέλος του σώματος ατροφεί χάνει σημαντικό μέρος από τον όγκο και τη δύναμή του.

ατροφώ, υπερτροφώ

Ουσιαστικά

-τροφείο [trofío]

Για παράδειγμα, το ιχθυοτροφείο είναι ειδικά διαμορφωμένος χώρος όπου γίνεται συστηματική εκτροφή ψαριών.

εκτροφείο, θηριοτροφείο, ιπποτροφείο, ιχθυοτροφείο, κονικλοτροφείο, μελισσοτροφείο, ορνιθοτροφείο, πτηνοτροφείο, χοιροτροφείο

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Κάποιες λέξεις σε -τροφείο δηλώνουν ίδρυμα. Για παράδειγμα, το ορφανοτροφείο είναι ίδρυμα για την περίθαλψη ορφανών παιδιών.

οικοτροφείο, ορφανοτροφείο

✔ Τα αʹ συστατικά των λέξεων αυτών είναι συνήθως λόγιες λέξεις: ιππο-τροφείο (ίππος = άλογο), κονικλο-τροφείο (κόνικλος = κουνέλι), ορνιθο-τροφείο (όρνιθα = κότα), χοιρο-τροφείο (χοίρος = γουρούνι). Το ίδιο ισχύει και για τις υπόλοιπες λέξεις που περιέχουν το συστατικό -τροφ- με τη σημασία «εκτροφή ζώων».

-τροφία [trofía]

Για παράδειγμα, η κτηνοτροφία είναι η συστηματική εκτροφή ζώων με σκοπό την εμπορική τους αξιοποίηση· η υποτροφία είναι ορισμένο ποσό που καταβάλλεται σε τακτά χρονικά διαστήματα σε ένα σπουδαστή για τη συντήρησή του.

αγελαδοτροφία, κτηνοτροφία, μελισσοτροφία, πτηνοτροφία, σηροτροφία, υποτροφία, χοιροτροφία

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(ιατρ.) Το -τροφία σχηματίζει λέξεις του ιατρικού λεξιλογίου που δηλώνουν τη διάπλαση ενός μέλους του σώματος ως προς τη μυϊκή μάζα και τον όγκο του. Για παράδειγμα, η υπερτροφία του ήπατος είναι η υπερβολική ανάπτυξη του όγκου του συκωτιού.

ατροφία, δυστροφία, μυατροφία, υπερτροφία

-τροφος [trofos] (αρσ. και θηλ.)

Για παράδειγμα, δύο άνθρωποι λέγονται σύντροφοι όταν ζουν μαζί και συνδέονται συναισθηματικά.

οικότροφος, σύντροφος, υπότροφος

-τρόφος [trófos]

Για παράδειγμα, ο αγελαδοτρόφος εκτρέφει αγελάδες· ο μελισσοτρόφος ασχολείται συστηματικά με τα μελίσσια.

αγελαδοτρόφος, ιχθυοτρόφος, κτηνοτρόφος, μελισσοτρόφος, πτηνοτρόφος, σηροτρόφος, χοιροτρόφος

Επίθετα

-τροφικός [trofikós], -τροφική, -τροφικό

Για παράδειγμα, κτηνοτροφικός λέγεται ο συνεταιρισμός των κτηνοτρόφων· οι διατροφικές συνήθειες κάποιου σχετίζονται με τη διατροφή του.

αγελαδοτροφικός, διατροφικός, ιχθυοτροφικός, κτηνοτροφικός, μελισσοτροφικός, πτηνοτροφικός, συντροφικός

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(ιατρ.) Στο ιατρικό λεξιλόγιο, τα επίθετα σε -τροφικός αναφέρονται στη μυϊκή μάζα και στον όγκο ενός μέλους του σώματος. Για παράδειγμα, η ατροφική καρδιά είναι υπερβολικά μικρή και αδύναμη.

ατροφικός, υπερτροφικός

-τροφος [trofos], -τροφη, -τροφο

(βιολ.) Στο λεξιλόγιο της βιολογίας, αυτότροφος είναι κάθε οργανισμός που μπορεί να κατασκευάσει μόνος του τις οργανικές ουσίες που χρειάζεται για να τραφεί.

αυτότροφος, ετερότροφος, φωτότροφος, χημειότροφος

5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.