Lexiscope: αστείος

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

α-στεί-ος

Morphology

αστείος adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοαστείοςοιαστείοι
Genitiveτουαστείουτωναστείων
Accusativeτοναστείοτουςαστείους
Vocative αστείε αστείοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηαστείαοιαστείες
Genitiveτηςαστείαςτωναστείων
Accusativeτηναστείατιςαστείες
Vocative αστεία αστείες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοαστείοτααστεία
Genitiveτουαστείουτωναστείων
Accusativeτοαστείοτααστεία
Vocative αστείο αστεία

αστειούλης adj. dim.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοαστειούλης & αστειούτσικοςοιαστειούληδες & αστειούτσικοι
Genitiveτουαστειούλη & αστειούτσικουτωναστειούληδων & αστειούτσικων
Accusativeτοναστειούλη & αστειούτσικοτουςαστειούληδες & αστειούτσικους
Vocative αστειούλη & αστειούτσικε αστειούληδες & αστειούτσικοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηαστειούλα & αστειούτσικηοιαστειούλες & αστειούτσικες
Genitiveτηςαστειούλας & αστειούτσικηςτωναστειούτσικων
Accusativeτηναστειούλα & αστειούτσικητιςαστειούλες & αστειούτσικες
Vocative αστειούλα & αστειούτσικη αστειούλες & αστειούτσικες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοαστειούλικο & αστειούτσικοτααστειούλικα & αστειούτσικα
Genitiveτουαστειούλικου & αστειούτσικουτωναστειούλικων & αστειούτσικων
Accusativeτοαστειούλικο & αστειούτσικοτααστειούλικα & αστειούτσικα
Vocative αστειούλικο & αστειούτσικο αστειούλικα & αστειούτσικα

αστειότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοαστειότεροςοιαστειότεροι
Genitiveτουαστειότερουτωναστειότερων
Accusativeτοναστειότεροτουςαστειότερους
Vocative αστειότερε αστειότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηαστειότερηοιαστειότερες
Genitiveτηςαστειότερηςτωναστειότερων
Accusativeτηναστειότερητιςαστειότερες
Vocative αστειότερη αστειότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοαστειότεροτααστειότερα
Genitiveτουαστειότερουτωναστειότερων
Accusativeτοαστειότεροτααστειότερα
Vocative αστειότερο αστειότερα

αστειότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοαστειότατοςοιαστειότατοι
Genitiveτουαστειότατουτωναστειότατων
Accusativeτοναστειότατοτουςαστειότατους
Vocative αστειότατε αστειότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηαστειότατηοιαστειότατες
Genitiveτηςαστειότατηςτωναστειότατων
Accusativeτηναστειότατητιςαστειότατες
Vocative αστειότατη αστειότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοαστειότατοτααστειότατα
Genitiveτουαστειότατουτωναστειότατων
Accusativeτοαστειότατοτααστειότατα
Vocative αστειότατο αστειότατα

Synonyms - Antonyms

αστείος adj.

  1. Sεύθυμος2, κωμικός1: αστείες γκριμάτσες Aσοβαρός1
  2. S: πανεύκολος: Τα θέματα των εξετάσεων ήταν αστεία.
  3. S: ανάξιος λόγου, ασήμαντος, μηδαμινός2: αστείο ποσό

3 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.