Lexiscope: αρτισύστατος

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

αρ-τι-σύ-στα-τος

Morphology

αρτισύστατος adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοαρτισύστατοςοιαρτισύστατοι
Genitiveτουαρτισύστατουτωναρτισύστατων
Accusativeτοναρτισύστατοτουςαρτισύστατους
Vocative αρτισύστατε αρτισύστατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηαρτισύστατηοιαρτισύστατες
Genitiveτηςαρτισύστατηςτωναρτισύστατων
Accusativeτηναρτισύστατητιςαρτισύστατες
Vocative αρτισύστατη αρτισύστατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοαρτισύστατοτααρτισύστατα
Genitiveτουαρτισύστατουτωναρτισύστατων
Accusativeτοαρτισύστατοτααρτισύστατα
Vocative αρτισύστατο αρτισύστατα

Synonyms - Antonyms

αρτισύστατος adj. learn

Sνεοσύστατος learn, νεοπαγής

Προθήματα - Επιθήματα

αρτι- [arti]

αρτί- [artí] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Με την πρώτη σημασία προέρχεται από το αρχαίο επίρρημα άρτι (= μόλις τώρα) και με τη δεύτερη σημασία από το επίθετο άρτιος.

1. Πρόσφατο

Το αρτι- είναι λόγιας προέλευσης και σχηματίζει επίθετα που δηλώνουν ότι κάτι έχει μόλις συμβεί. Για παράδειγμα, ο αρτιγενής είναι αυτός που μόλις γεννήθηκε.

αρτιγενής, -ής, -ές, αρτιγέννητος, -η, -ο, αρτιθανής, -ής, -ές, αρτισύστατος, -η, -ο, αρτιφανής, -ής, -ές

⇨ Για άλλα αʹ συστατικά με παρόμοια σημασία βλ. καινουριο-*, νεο-*, φρεσκο-*.

✔ Η λόγια έκφραση άρτι αφιχθείς αναφέρεται, ως χαριτολόγημα, σε κάποιον που μόλις έφτασε κάπου.

2. Σωματική ακεραιότητα

Το αρτι- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν τη σωματική ακεραιότητα ενός προσώπου. Για παράδειγμα, ο αρτιμελής είναι αυτός που έχει όλα του τα μέλη άρτια, ακέραια.

αρτιέπεια (σπάνιο)

αρτιεπής, -ής, -ές (σπάνιο)

αρτιμέλεια

αρτιμελής, -ής, -ές

συν- [sin]

σύν- [sín] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
συμ- [sim] και σύμ- [sím] πριν από /β/, /μ/, /π/, /ψ/ ή /φ/
συγ- [siŋ] και σύγ- [síŋ] πριν από /γ/, /κ/, /χ/ ή /ξ/
συλ- [sil] και σύλ- [síl] πριν από /λ/
συρ- [sir] και σύρ- [sír] πριν από /ρ/
συσ- [sis] και σύσ- [sís] πριν από /σ/
συ- [si] και σύ- [sí] πριν από /σ/ ή /ζ/

Προέρχεται από την αρχαία πρόθεση συν.

1. Από κοινού

Το συν- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι γίνεται από κοινού ή με τη βοήθεια κάποιου άλλου. Για παράδειγμα, ο συγκατηγορούμενος κατηγορείται για κάτι που έκανε μαζί με κάποιον άλλο, ενώ ο συμπαρουσιαστής μιας τηλεοπτικής εκπομπής την παρουσιάζει μαζί με το βασικό παρουσιαστή.

συγκατηγορούμενος (θηλ. -η)

συγκυρίαρχος, -η, -ο

συγκατοικώ

συγκάτοικος

συγχαρητήριος, -α, -ο

συγκυβερνώ

συγκάτοχος

συλλυπητήριος, -α, -ο

συγχαίρω

συγκυριότητα

σύμφωνος, -η, -ο

συζώ

συγχαρητήρια

συλλυπούμαι

συλλαλητήριο

συμβαδίζω

συλλείτουργο

συμμετέχω

συλλυπητήρια

συμπλέω

συμμαθητής (θηλ. -τρια)

συμπράττω

συμπαρουσιαστής (θηλ. -τρια)

συμφωνώ

συμπολεμιστής (θηλ. -τρια)

συνεργάζομαι

σύμπραξη

συμπρωταγωνιστής (θηλ. -τρια)

συμφοιτητής (θηλ. -τρια)

συμφωνία

συνεργασία

συνεργάτης (θηλ. -ιδα)

συνιδιοκτήτης (θηλ. -τρια)

2. Κοινό χαρακτηριστικό

Το συν- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι ένα χαρακτηριστικό υπάρχει σε απόλυτη ομοιότητα μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων ή πραγμάτων. Για παράδειγμα, δύο συνομήλικοι έχουν την ίδια ηλικία, ενώ δύο λέξεις είναι συνώνυμες όταν έχουν την ίδια σημασία.

σύγκριση

συγκαιρινός, -ή, -ό

συγκρίνω

συγχορδία (μουσ.)

σύγχρονος, -η, -ο

συγχρονίζω

συγχρονισμός

συμμετρικός, -ή, -ό

συμμετρία

συναφής, -ής, -ές

συνάφεια

συνομήλικος, -η, -ο

συνωνυμία

συνονόματος, -η, -ο

συνώνυμος, -η, -ο

3. Ένωση

Το συν- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι υπάρχει ένωση δύο ή περισσότερων προσώπων, πραγμάτων κτλ. σε έναν ορισμένο τόπο και συνήθως με ένα κοινό στόχο. Για παράδειγμα, η συγχώνευση δύο εταιρειών είναι η ένωσή τους σε μία νέα εταιρεία με κοινή διοίκηση· όταν γίνεται συνέλευση τα μέλη μιας ομάδας συγκεντρώνονται κάπου για να συζητήσουν και για να πάρουν αποφάσεις σχετικά με κάποιο θέμα που τους αφορά.

συγκέντρωση

συγκαλώ

συγκρότημα

συγκαταλέγω

συγκρότηση

συγκεντρώνω

συγχώνευση

συγκεφαλαιώνω

σύζευξη

συγκροτώ

σύνδεση

συγχωνεύω

σύνδεσμος

συλλέγω

συνέλευση

συμμαζεύω

συνεύρεση

συνδέω

συνομοσπονδία

συνενώνω

συντροφιά

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

Κάποια ουσιαστικά με το συν- δηλώνουν στενούς δεσμούς μεταξύ προσώπων.

συγγενής, σύζυγος, σύντροφος

(ιατρ.) Το συν- σχηματίζει λέξεις του ιατρικού λεξιλογίου που δηλώνουν ότι δύο ή περισσότερα μέλη του σώματος είναι ενωμένα λόγω παθολογικής αιτίας.

σύμμυση, συνδακτυλία, συνοστέωση

-στα-

Το συστατικό -στα- προέρχεται από το αρχαίο ουσιαστικό στάσις, παράγωγο του αρχαίου ρήματος ίσταμαι (= στέκομαι, βρίσκομαι). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-στατώ [stató]

Για παράδειγμα, αυτός που πρωτοστατεί σε μια ομαδική κίνηση είναι αυτός που την ξεκινάει πρώτος και ξεσηκώνει και τους άλλους.

αποστατώ, επαναστατώ, επιστατώ, πρωτοστατώ, χοροστατώ

Ουσιαστικά

-στάσι [stási]

Το -στάσι σχηματίζει λέξεις του καθημερινού λεξιλογίου που δηλώνουν κάποιο ειδικό χώρο ή κατασκευή. Για παράδειγμα, το εικονοστάσι είναι ειδική κατασκευή για την τοποθέτηση λατρευτικών εικόνων.

βουστάσι, εικονοστάσι, καραβοστάσι, λιοστάσι, χοιροστάσι

-στασία [stasía]

Για παράδειγμα, η ορθοστασία είναι κουραστική, γιατί στεκόμαστε όρθιοι.

ακαταστασία, αποστασία, αστασία (ιατρ.), δασοπροστασία, ιδιοσυστασία (ιατρ.), ορθοστασία, προστασία, πυροπροστασία, χοροστασία (εκκλ.)

-στάσιο [stásio]

Το -στάσιο είναι λόγιας προέλευσης και σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν χώρο ή ειδική κατασκευή όπου είναι τοποθετημένο, εγκατεστημένο ή προστατευμένο ένα πράγμα. Για παράδειγμα, το κωδωνοστάσιο είναι ο χώρος του ναού όπου κρέμεται η καμπάνα (κώδωνας)· το χοιροστάσιο είναι ο χώρος όπου εκτρέφονται τα γουρούνια (χοίροι).

αγελαδοστάσιο, αμαξοστάσιο, βουστάσιο, ελαιοστάσιο, εργοστάσιο, κλιμακοστάσιο, κωδωνοστάσιο, λεβητοστάσιο, οπλοστάσιο, ποιμνιοστάσιο, χοιροστάσιο

✔ Το -στάσιο συνδυάζεται με ουσιαστικά λόγιας προέλευσης (π.χ. ελαιοστάσιο). Σε περιπτώσεις που υπάρχει και αντίστοιχος μη λόγιος τύπος, αυτός συνδυάζεται με το -στάσι (π.χ. λιοστάσι).

✔ Υπάρχουν ουσιαστικά σε -στάσιο και με άλλες σημασίες. Για παράδειγμα, το ενοικιοστάσιο είναι νομικό μέτρο που ορίζει την παράταση ενοικίασης ενός ακινήτου χωρίς αύξηση ενοικίου· για το βόρειο ημισφαίριο της γης το θερινό ηλιοστάσιο είναι η μεγαλύτερη ημέρα του χρόνου (21 Ιουνίου) και το χειμερινό ηλιοστάσιο η μικρότερη ημέρα του χρόνου (21 Δεκεμβρίου).

-στάτης [státis] (θηλ. -στάτρια)

Για παράδειγμα, ο αντικαταστάτης κάποιου είναι αυτός που παίρνει τη θέση του, που τον αντικαθιστά.

αντικαταστάτης, αποστάτης, εγκαταστάτης, επαναστάτης, επιστάτης, παραστάτης, προστάτης, πρωτοστάτης, συμπαραστάτης, υποκαταστάτης

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Κάποια ουσιαστικά σε -στάτης δηλώνουν όργανο ή ειδική κατασκευή. Για παράδειγμα, ο βιβλιοστάτης χρησιμεύει για να στηρίζει τα βιβλία σε μια βιβλιοθήκη.

βιβλιοστάτης, θερμοστάτης, κηροστάτης (= μανουάλι), κρυοστάτης, ορθοστάτης, πυροστάτης (= πυροστιά), ρεοστάτης, φανοστάτης

Επίθετα

-στασιακός [stasiakós], -στασιακή, -στασιακό

Για παράδειγμα, κάτι περιστασιακό δεν είναι μόνιμο, αλλά αφορά μία συγκεκριμένη περίσταση.

αντιστασιακός, εργοστασιακός, καταστασιακός, περιστασιακός

-στατικός [statikós], -στατική, -στατικό

Για παράδειγμα, ο αιμοστατικός επίδεσμος χρησιμεύει για να σταματάει την αιμορραγία, ενώ με τη συστατική επιστολή διαβιβάζονται καλές συστάσεις για ένα πρόσωπο, κυρίως για επαγγελματική χρήση.

αιμοστατικός, εκστατικός, επαναστατικός, ηλεκτροστατικός, ορθοστατικός, παραστατικός, συστατικός, υδροστατικός

✔ Οι λέξεις περιστατικό (= γεγονός, συμβάν) και υποστατικό (= αγρόκτημα) είναι ουσιαστικά.

-στατος [statos], -στατη, -στατο

Για παράδειγμα, ο μονοδιάστατος έχει μόνο μία διάσταση, ενώ οι ανυπόστατες κατηγορίες δεν ισχύουν, δεν υφίστανται.

ανυπόστατος, αρτισύστατος, δισδιάστατος, δισυπόστατος (= που έχει δύο υποστάσεις, δύο μορφές), ευκατάστατος (= που έχει καλή οικονομική κατάσταση), μονοδιάστατος, νεοσύστατος, πολυδιάστατος, τρισδιάστατος

✔ Η λέξη αερόστατο (= κατασκευή που φουσκώνει και στέκεται στον αέρα) είναι ουσιαστικό.


7 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.