Lexiscope: αρρωστημένος

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

αρ-ρω-στη-μέ-νος

Morphology

αρρωσταίνω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαρρωσταίνωαρρωσταίνουμε & αρρωσταίνομε dial.
2ndαρρωσταίνειςαρρωσταίνετε
3rdαρρωσταίνειαρρωσταίνουν & αρρωσταίνουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndαρρώσταινεαρρωσταίνετε
Present-Participleαρρωσταίνοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stαρρώστησααρρωστήσαμε
2ndαρρώστησεςαρρωστήσατε
3rdαρρώστησεαρρώστησαν & αρρωστήσαν oral. & αρρωστήσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαρρωστήσωαρρωστήσουμε & αρρωστήσομε dial.
2ndαρρωστήσειςαρρωστήσετε
3rdαρρωστήσειαρρωστήσουν & αρρωστήσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndαρρώστησεαρρωστήστε
Simple past-Infinitiveαρρωστήσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stαρρώσταινααρρωσταίναμε
2ndαρρώσταινεςαρρωσταίνατε
3rdαρρώσταινεαρρώσταιναν & αρρωσταίναν oral. & αρρωσταίνανε oral.
PASSIVE VOICE
Present Perfect-Participleαρρωστημένος

αρρωστημένος adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοαρρωστημένοςοιαρρωστημένοι
Genitiveτουαρρωστημένουτωναρρωστημένων
Accusativeτοναρρωστημένοτουςαρρωστημένους
Vocative αρρωστημένε αρρωστημένοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηαρρωστημένηοιαρρωστημένες
Genitiveτηςαρρωστημένηςτωναρρωστημένων
Accusativeτηναρρωστημένητιςαρρωστημένες
Vocative αρρωστημένη αρρωστημένες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοαρρωστημένοτααρρωστημένα
Genitiveτουαρρωστημένουτωναρρωστημένων
Accusativeτοαρρωστημένοτααρρωστημένα
Vocative αρρωστημένο αρρωστημένα

αρρωστώ v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαρρωστώ & αρρωστάω oral. αρρωστάμε & αρρωστούμε
2ndαρρωστάςαρρωστάτε
3rdαρρωστά & αρρωστάει oral. αρρωστούν & αρρωστάν oral. & αρρωστάνε oral. & αρρωστούνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndαρρώστα oral. & αρρώσταγε oral. αρρωστάτε
Present-Participleαρρωστώντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stαρρώστησααρρωστήσαμε
2ndαρρώστησεςαρρωστήσατε
3rdαρρώστησεαρρώστησαν & αρρωστήσαν oral. & αρρωστήσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαρρωστήσωαρρωστήσουμε & αρρωστήσομε dial.
2ndαρρωστήσειςαρρωστήσετε
3rdαρρωστήσειαρρωστήσουν & αρρωστήσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndαρρώστησε & αρρώστα oral. αρρωστήσετε & αρρωστήστε
Simple past-Infinitiveαρρωστήσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stαρρωστούσα & αρρώσταγα oral. αρρωστούσαμε & αρρωστάγαμε oral.
2ndαρρωστούσες & αρρώσταγες oral. αρρωστούσατε & αρρωστάγατε oral.
3rdαρρωστούσε & αρρώσταγε oral. αρρωστούσαν & αρρωστάγαν oral. & αρρωστάγανε oral. & αρρωστούσανε oral. & αρρώσταγαν oral.
PASSIVE VOICE
Present Perfect-Participleαρρωστημένος

Synonyms - Antonyms

αρρωσταίνω v.

  1. Sασθενώ1 learn, πέφτω άρρωστος, κρεβατώνομαι oral: Μη βγαίνεις στο κρύο χωρίς το παλτό σου, θα αρρωστήσεις.
  2. Sυποφέρω1, στενοχωριέμαι, πάσχω1 learn: Αρρωσταίνω στη σκέψη ότι μπορεί να πάθεις κακό.
  3. Sστενοχωρώ, κακοκαρδίζω oral: Την αρρώστησε με τα καμώματά του!

αρρωστημένος adj.

Sνοσηρός2, διεστραμμένος, ανώμαλος5: αρρωστημένη φαντασία

Προθήματα - Επιθήματα

α- [a] (γνωστό και ως α στερητικό)

ά- [á] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
αν- [an] και άν- [án] πριν από φωνήεν
αρ- [ar] και άρ- [ár] πριν από /ρ/
ανα- [ana] και ανά- [aná] μερικές φορές πριν από σύμφωνο
ανε- [ane] και ανέ- [ané] σπάνια
ανη- [ani] και ανή- [aní] σπάνια

Προέρχεται από το αρχαίο στερητικό πρόθημα α-.

1. Αντίθεση

Το α- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν το αντίθετο από αυτό που δηλώνει το βʹ συστατικό. Για παράδειγμα, κάτι άνοστο δεν είναι νόστιμο.

αβεβαιότητα

αβάσιμος, -η, -ο

αδιαθετώ

αδιαθεσία

αβέβαιος, -η, -ο

αδικώ

αδιαφάνεια

άγονος, -η, -ο

αδυνατώ

αδιαφορία

άγραφος, -η, -ο

αθετώ

αδικία

αδιάθετος, -η, -ο

ανησυχώ

αμάθεια

αδιάκοπος, -η, -ο

απειθώ

αναλφαβητισμός

αδιαφανής, -ής, -ές

απιστώ

ανησυχία

αδιάφορος, -η, -ο

αρρωσταίνω

ανοσία

άδικος, -η, -ο

ασεβώ

απάθεια

αδύνατος, -η, -ο

ασθενώ

απιστία

άθραυστος, -η, -ο

αστοχώ

αρρώστια

αμαθής, -ής, -ές

ατροφώ

ασέβεια

άμαχος, -η, -ο

ατυχώ

ασθένεια

αναλφάβητος, -η, -ο

αστοχία

ανάξιος, -α, -ο

ατροφία

ανεπίσημος, -η, -ο

ατυχία

ανήσυχος, -η, -ο

άνοστος, -η, -ο

απαθής, -ής, -ές

άπιστος, -η, -ο

άρρωστος, -η, -ο

ασεβής, -ής, -ές

ασθενής, -ής, -ές

άστοχος, -η, -ο

άτυχος, -η, -ο

✔ Το α- συνδυάζεται συχνά με ρηματικά επίθετα (π.χ. ψητός, βραστός, γνωστός) για να σχηματίσει το αντίθετό τους (π.χ. ά-ψητος, ά-βραστος, ά-γνωστος).

αβαθμολόγητος, -η, -ο, αβοήθητος, -η, -ο, άβραστος, -η, -ο, άγνωστος, -η, -ο, αδιαμέτρητος, -η, -ο, αδιαπαιδαγώγητος, -η, -ο, αδιευθέτητος, -η, -ο, αδικαιολόγητος, -η, -ο, ακίνητος, -η, -ο, αμετακίνητος, -η, -ο, αμέτρητος, -η, -ο, αξύριστος, -η, -ο, απλήρωτος, -η, -ο, άπλυτος, -η, -ο, άψητος, -η, -ο

✔ Επίθετα με αʹ συστατικό α- εμφανίζονται σε φράσεις με ομόρριζο ουσιαστικό οι οποίες δηλώνουν ότι αυτό που εκφράζει το ουσιαστικό δεν ισχύει στην πραγματικότητα.

βίος αβίωτος, γάμος άγαμος, δώρο άδωρο

⇨ Για λέξεις που δηλώνουν αντίθεση βλ. και ξε-*.

2. Έλλειψη, στέρηση

Ορισμένες λέξεις με το α- δηλώνουν ότι μια ιδιότητα δεν υπάρχει καθόλου ή ότι μια κατάσταση δεν ισχύει. Για παράδειγμα, κάποιος είναι ανίκανος όταν δε διαθέτει ικανότητες σε συγκεκριμένο τομέα, ενώ η αναρχία είναι η έλλειψη τάξης.

αδυναμία

αδύναμος, -η, -ο

αναβροχιά

ανάλατος, -η, -ο

ανανδρία

άνανδρος, -η, -ο

αναρχία

άναρχος, -η, -ο

ανασφάλεια

ανασφαλής, -ής, -ές

ανεντιμότητα

ανέντιμος, -η, -ο

ανεργία

άνεργος, -η, -ο

ανευθυνότητα

ανεύθυνος, -η, -ο

ανικανότητα

ανίκανος, -η, -ο

αχαριστία

άνυδρος, -η, -ο

απένταρος, -η, -ο

άπορος, -η, -ο

άτοκος, -η, -ο

αχάριστος, -η, -ο

✔ Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση ανάμεσα στο άνεργος (= αυτός που παρά τη θέλησή του δεν εργάζεται) και άεργος (= αυτός που δεν εργάζεται από επιλογή). Και τα δύο σχηματίζονται με το στερητικό α-.

▶ Σπανιότερα, το στερητικό α- απαντά και ως ανε- (π.χ. ανε-πρόκοπος) ή ανη- (π.χ. ανή-μπορος) όταν το βʹ συστατικό αρχίζει με σύμφωνο, αναλογικά προς λέξεις που αρχίζουν με /ε/ και /η/ αντίστοιχα.

Λέξεις με άλλες σημασίες

Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το αʹ συστατικό ανα-* σε λέξεις όπως ανα-δρομικός, ανα-δύομαι, ανα-ζητώ.


2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.