Lexiscope: αρμονικός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

αρ-μο-νι-κός

Morphology

αρμονικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοαρμονικόςοιαρμονικοί
Genitiveτουαρμονικούτωναρμονικών
Accusativeτοναρμονικότουςαρμονικούς
Vocative αρμονικέ αρμονικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηαρμονικήοιαρμονικές
Genitiveτηςαρμονικήςτωναρμονικών
Accusativeτηναρμονικήτιςαρμονικές
Vocative αρμονική αρμονικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοαρμονικότααρμονικά
Genitiveτουαρμονικούτωναρμονικών
Accusativeτοαρμονικότααρμονικά
Vocative αρμονικό αρμονικά

αρμονικότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοαρμονικότεροςοιαρμονικότεροι
Genitiveτουαρμονικότερουτωναρμονικότερων
Accusativeτοναρμονικότεροτουςαρμονικότερους
Vocative αρμονικότερε αρμονικότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηαρμονικότερηοιαρμονικότερες
Genitiveτηςαρμονικότερηςτωναρμονικότερων
Accusativeτηναρμονικότερητιςαρμονικότερες
Vocative αρμονικότερη αρμονικότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοαρμονικότεροτααρμονικότερα
Genitiveτουαρμονικότερουτωναρμονικότερων
Accusativeτοαρμονικότεροτααρμονικότερα
Vocative αρμονικότερο αρμονικότερα

αρμονικότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοαρμονικότατοςοιαρμονικότατοι
Genitiveτουαρμονικότατουτωναρμονικότατων
Accusativeτοναρμονικότατοτουςαρμονικότατους
Vocative αρμονικότατε αρμονικότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηαρμονικότατηοιαρμονικότατες
Genitiveτηςαρμονικότατηςτωναρμονικότατων
Accusativeτηναρμονικότατητιςαρμονικότατες
Vocative αρμονικότατη αρμονικότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοαρμονικότατοτααρμονικότατα
Genitiveτουαρμονικότατουτωναρμονικότατων
Accusativeτοαρμονικότατοτααρμονικότατα
Vocative αρμονικότατο αρμονικότατα

Synonyms - Antonyms

αρμονικός adj.

  1. Sσυμμετρικός, κανονικός2: αρμονικές αναλογίες Aασύμμετρος2, δυσανάλογος
  2. Sεύρυθμος, ισόρροπος2: αρμονική ένταξη στο κοινωνικό σύνολο.

5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.