Lexiscope: αραδιάζω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

α-ρα-διά-ζω

Morphology

αραδιάζω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαραδιάζωαραδιάζουμε & αραδιάζομε dial.
2ndαραδιάζειςαραδιάζετε
3rdαραδιάζειαραδιάζουν & αραδιάζουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndαράδιαζεαραδιάζετε
Present-Participleαραδιάζοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stαράδιασααραδιάσαμε
2ndαράδιασεςαραδιάσατε
3rdαράδιασεαράδιασαν & αραδιάσαν oral. & αραδιάσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαραδιάσωαραδιάσουμε & αραδιάσομε dial.
2ndαραδιάσειςαραδιάσετε
3rdαραδιάσειαραδιάσουν & αραδιάσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndαράδιασεαραδιάστε
Simple past-Infinitiveαραδιάσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stαράδιαζααραδιάζαμε
2ndαράδιαζεςαραδιάζατε
3rdαράδιαζεαράδιαζαν & αραδιάζαν oral. & αραδιάζανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαραδιάζομαιαραδιαζόμαστε
2ndαραδιάζεσαιαραδιάζεστε & αραδιαζόσαστε oral.
3rdαραδιάζεταιαραδιάζονται
Present-Imperative
Plural
2ndαραδιάζεστε
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stαραδιάστηκααραδιαστήκαμε
2ndαραδιάστηκεςαραδιαστήκατε
3rdαραδιάστηκεαραδιάστηκαν & αραδιαστήκαν oral. & αραδιαστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαραδιαστώαραδιαστούμε
2ndαραδιαστείςαραδιαστείτε
3rdαραδιαστείαραδιαστούν & αραδιαστούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndαραδιάσουαραδιαστείτε
Simple past-Infinitiveαραδιαστεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stαραδιαζόμουν & αραδιαζόμουνα oral. αραδιαζόμασταν & αραδιαζόμαστε
2ndαραδιαζόσουν & αραδιαζόσουνα oral. αραδιαζόσασταν & αραδιαζόσαστε oral.
3rdαραδιαζόταν & αραδιαζότανε oral. αραδιάζονταν & αραδιαζόντανε oral. & αραδιαζόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleαραδιασμένος

Synonyms - Antonyms

αραδιάζω v. oral

  1. Sπαρατάσσω2: Αράδιασε τους μαθητές σε δυο σειρές στην αυλή.
  2. Sαπαριθμώ, παραθέτω1, αναφέρω1: Μας αράδιασε ένα σωρό ψέματα.

5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.