Lexiscope: αποφασιστικός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

α-πο-φα-σι-στι-κός

Morphology

αποφασιστικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοαποφασιστικόςοιαποφασιστικοί
Genitiveτουαποφασιστικούτωναποφασιστικών
Accusativeτοναποφασιστικότουςαποφασιστικούς
Vocative αποφασιστικέ αποφασιστικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηαποφασιστικήοιαποφασιστικές
Genitiveτηςαποφασιστικήςτωναποφασιστικών
Accusativeτηναποφασιστικήτιςαποφασιστικές
Vocative αποφασιστική αποφασιστικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοαποφασιστικότααποφασιστικά
Genitiveτουαποφασιστικούτωναποφασιστικών
Accusativeτοαποφασιστικότααποφασιστικά
Vocative αποφασιστικό αποφασιστικά

αποφασιστικότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοαποφασιστικότεροςοιαποφασιστικότεροι
Genitiveτουαποφασιστικότερουτωναποφασιστικότερων
Accusativeτοναποφασιστικότεροτουςαποφασιστικότερους
Vocative αποφασιστικότερε αποφασιστικότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηαποφασιστικότερηοιαποφασιστικότερες
Genitiveτηςαποφασιστικότερηςτωναποφασιστικότερων
Accusativeτηναποφασιστικότερητιςαποφασιστικότερες
Vocative αποφασιστικότερη αποφασιστικότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοαποφασιστικότεροτααποφασιστικότερα
Genitiveτουαποφασιστικότερουτωναποφασιστικότερων
Accusativeτοαποφασιστικότεροτααποφασιστικότερα
Vocative αποφασιστικότερο αποφασιστικότερα

αποφασιστικότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοαποφασιστικότατοςοιαποφασιστικότατοι
Genitiveτουαποφασιστικότατουτωναποφασιστικότατων
Accusativeτοναποφασιστικότατοτουςαποφασιστικότατους
Vocative αποφασιστικότατε αποφασιστικότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηαποφασιστικότατηοιαποφασιστικότατες
Genitiveτηςαποφασιστικότατηςτωναποφασιστικότατων
Accusativeτηναποφασιστικότατητιςαποφασιστικότατες
Vocative αποφασιστικότατη αποφασιστικότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοαποφασιστικότατοτααποφασιστικότατα
Genitiveτουαποφασιστικότατουτωναποφασιστικότατων
Accusativeτοαποφασιστικότατοτααποφασιστικότατα
Vocative αποφασιστικότατο αποφασιστικότατα

Synonyms - Antonyms

αποφασιστικός adj.

  1. Sσίγουρος5, θεληματικός2: αποφασιστικό βήμα Aαναποφάσιστος2, διστακτικός
  2. Sκαθοριστικός, κρίσιμος1: αποφασιστική στιγμή

2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.