Lexiscope: αποπροσανατολισμός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

α-πο-προ-σα-να-το-λι-σμός

Morphology

αποπροσανατολισμός n. masc.

SingularPlural
Nominativeοαποπροσανατολισμόςοιαποπροσανατολισμοί
Genitiveτουαποπροσανατολισμούτωναποπροσανατολισμών
Accusativeτοναποπροσανατολισμότουςαποπροσανατολισμούς
Vocative αποπροσανατολισμέ αποπροσανατολισμοί

Synonyms - Antonyms

αποπροσανατολισμός n.

Sεξαπάτηση, ξεγέλασμα, παραπλάνηση: αποπροσανατολισμός της κοινής γνώμης

Προθήματα - Επιθήματα

απο- [apo]

από- [apó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
απ- [ap] πριν από φωνήεν
αφ- [af] παλαιότερα, πριν από δασυνόμενο φωνήεν

Προέρχεται από την πρόθεση από.

1. Απομάκρυνση, αποχή, αφαίρεση

Το απο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι αφαιρείται ή απομακρύνεται από κάτι άλλο. Για παράδειγμα, όταν κάνουμε αποτρίχωση αφαιρούμε τις τρίχες από κάποιο μέρος του σώματος· όταν κάποιος αποβιώνει φεύγει από τη ζωή· όταν κάνουμε απεργία απέχουμε από την εργασία μας (δηλ. δε δουλεύουμε).

απεργία

απόδημος, -η, -ο

απασφαλίζω

απογαλακτισμός

αποκεντρωτικός, -ή, -ό

απογειώνω

απογείωση

απότακτος, -η, -ο

αποδεσμεύω

αποδέσμευση

αποτριχωτικός, -ή, -ό

αποκεφαλίζω

αποθηλασμός

αφοπλιστικός, -ή, -ό

απολυμαίνω

αποκέντρωση

απονευρώνω

αποκεφαλισμός

αποτριχώνω

απολέπιση

αποφλοιώνω

απολύμανση

αποφοιτώ

απολυτήριο

αποχωρώ

απονεύρωση

αφαλατώνω

απορρυπαντικό

αφοπλίζω

αποσμητικό

αφυδατώνω

αποτοξίνωση

αποτρίχωση

αποφοίτηση

αποχώρηση

αφοπλισμός

2. Αντίθεση, έλλειψη, στέρηση

Το απο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μια κατάσταση ή ένα γεγονός ακυρώνεται ή αντιστρέφεται. Για παράδειγμα, η απαισιοδοξία είναι η έλλειψη αισιοδοξίας· όταν ένας οργανισμός αποδυναμώνεται χάνει τις δυνάμεις του.

απαισιοδοξία

απεξαρτημένος, -η, -ο

απογοητεύω

απεξάρτηση

απογοητευτικός, -ή, -ό

αποδιοργανώνω

απογοήτευση

αποθαρρυντικός, -ή, -ό

αποδυναμώνω

αποδιοργάνωση

αποκαλυπτήριος, -α, -ο

αποθαρρύνω

αποθάρρυνση

αποκαλυπτικός, -ή, -ό

αποκαλύπτω

αποκάλυψη

αποκωδικοποιώ

αποκωδικοποίηση

απομαγνητοφωνώ

αποκωδικοποιητής

απομυθοποιώ

απομαγνητοφώνηση

αποπροσανατολίζω

απομυθοποίηση

αποποινικοποίηση

αποπροσανατολισμός

3. Ολοκλήρωση

Το απο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν το τέλος μιας διαδικασίας η οποία συνήθως έχει ολοκληρωθεί με επιτυχία. Για παράδειγμα, όταν αποφοιτούμε από μια σχολή ολοκληρώνουμε τη φοίτησή μας μετά από έναν κύκλο σπουδών, ενώ η αποθεραπεία είναι το τελικό στάδιο μιας θεραπείας με στόχο την πλήρη αποκατάσταση.

αποθεραπεία

αποθεραπεύω

αποκορύφωμα

αποκορυφώνεται

αποκορύφωση

αποπερατώνω

αποπεράτωση

αποτελειώνω

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Ουσιαστικά με το απο- δηλώνουν αυτό που μένει μετά την ολοκλήρωση μιας ενέργειας.

αποκαΐδι, απομεινάρι, αποτσίγαρο, αποφάγια

4. Απόκτηση ιδιότητας

Το απο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι αποκτά μια ιδιότητα που δεν είχε πριν. Για παράδειγμα, όταν ένας λαός απελευθερώνεται αποκτά την ελευθερία του μετά από μια περίοδο ξένης κατοχής, ενώ η απανθράκωση ενός υλικού είναι η μετατροπή του σε κάρβουνο (άνθρακα) με τη χρήση της φωτιάς.

απανθράκωση

απαθανατίζω

απολίθωμα

απελευθερώνω

αποξένωση

αποβλακώνω

αποσαφήνιση

απογυμνώνω

αποστείρωση

αποκρυσταλλώνω

απολιθώνω

αποξενώνω

αποξηραίνω

αποστειρώνω

προσ- [pros]

προσ- [proz] πριν από /β/, /γ/, /δ/, /μ/, /ν/
πρόσ- [prós] ή [próz] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Προέρχεται από την πρόθεση προς.

1. Προς ένα σημείο ή προορισμό

Το προσ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι κινείται προς έναν προορισμό ή πλησιάζει σε κάποιο σημείο. Για παράδειγμα, ο πιλότος προσθαλασσώνει το αεροσκάφος όταν το οδηγεί ώστε να ακουμπήσει στην επιφάνεια της θάλασσας.

προσαγωγή (νομ.)

προσάγω (νομ.)

προσανατολισμός

προσανατολίζω

προσγείωση

προσγειώνω

προσεδάφιση

προσδένω

προσέλευση

προσεδαφίζω

προσθαλάσσωση

προσελκύω

πρόσκληση

προσέρχομαι

προσνήωση

προσθαλασσώνω

προσσελήνωση

προσκαλώ

προσλιμενίζομαι

προσσεληνώνω

προστρέχω

προσφεύγω

✔ Πολλές λέξεις με το προσ- έχουν αφηρημένη ή μεταφορική σημασία (π.χ. προσελκύω, προσάγω, προσφεύγω).

2. Μπροστά, κοντά ή δίπλα σε κάτι

Το προσ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι βρίσκεται μπροστά, κοντά ή δίπλα σε κάτι άλλο. Για παράδειγμα ένα αυτοκίνητο κάνει προσπέραση όταν αναπτύσσει ταχύτητα και περνάει μπροστά από κάποιο άλλο.

προσέγγιση

προσγεγραμμένος, -η, -ο (γραμμ.)

προσεγγίζω

προσπέραση

πρόσεδρος, -η, -ο

προσπερνάω/-ώ

προσπέρασμα

προσήλιος, -α, -ο

προσήνεμος, -η, -ο

3. Προσθήκη

Το προσ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν κάτι που υπάρχει ή γίνεται επιπλέον από αυτό που είναι το κανονικό ή το βασικό. Για παράδειγμα, όταν προσαυξάνω ένα ποσό προσθέτω μια επιπλέον αύξηση.

προσαύξηση

πρόσβαρος, -η, -ο

προσαποκτώ

προσμαρτυρία

προσαυξάνω

προσωνυμία

προσδίδω

προσθέτω

προσμαρτυρώ

προσμετράω/-ώ

προσυπογράφω

▶ Λέξεις με το προσ- έχουν και άλλες σημασίες, όπως μικρή διάρκεια (π.χ. πρόσκαιρος, προσωρινός), ομοιότητα (π.χ. προσομοιάζω, προσιδιάζω), σύμφωνη γνώμη με ομάδα (π.χ. πρόσκειμαι, προσχωρώ, προσεταιρίζομαι) κ.ά.

Λέξεις με άλλες σημασίες

Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το αʹ συστατικό προ-* σε λέξεις όπως προ-σεισμικός, πρό-σημο.

-ισμός [izmós]

Προέρχεται από το αρχαιοελληνικό -ισμός.

1. Αντιλήψεις και τρόποι συμπεριφοράς

Το -ισμός εμφανίζεται σε ουσιαστικά που αναφέρονται σε ένα σύστημα ιδεών καθώς και στον αντίστοιχο τρόπο συμπεριφοράς που απορρέει από το σύστημα αυτό. Για παράδειγμα, ο φεμινισμός είναι η αντίληψη ότι οι γυναίκες πρέπει να έχουν ίσα δικαιώματα, εξουσία και ευκαιρίες με τους άνδρες, αλλά και οι συγκεκριμένες πρακτικές για την εφαρμογή της.

αναρχισμός, ανθρωπισμός, απολυταρχισμός, ατομικισμός, αυθορμητισμός, δεσποτισμός, δογματισμός, δομισμός, δυναμισμός, εγωισμός, εθελοντισμός, εθνικισμός, επεκτατισμός, ετσιθελισμός, ηρωισμός, ιπποτισμός, κανιβαλισμός, καταναλωτισμός, κυνισμός, λαϊκισμός, μικροαστισμός, μιμητισμός, μοντερνισμός, οδηγισμός, παρορμητισμός, πατριωτισμός, πιθηκισμός, προοδευτισμός, προσκοπισμός, σκεπτικισμός, σκοταδισμός, στρουθοκαμηλισμός, συνδικαλισμός, συντηρητισμός, τυχοδιωκτισμός, φανατισμός, χριστιανισμός

✔ Τα ουσιαστικά σε -ισμός με αυτή τη σημασία προέρχονται από ουσιαστικά και επίθετα και δηλώνουν ιδέες (απόψεις, πεποιθήσεις, αντιλήψεις, θεωρίες) ή/και τρόπους συμπεριφοράς (πρακτικές, στάσεις, τάσεις, καλλιτεχνικά ρεύματα) σχετικούς με αυτό που δηλώνει το πρωτότυπο ουσιαστικό ή επίθετο. Για παράδειγμα, ο μοντερνισμός είναι οι ιδέες και οι μέθοδοι της μοντέρνας τέχνης και λογοτεχνίας, ενώ ο κυνισμός είναι η στάση που έχουν οι κυνικοί και που χαρακτηρίζεται από παντελή έλλειψη συναισθηματικής ή ηθικής ευαισθησίας.

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

Ουσιαστικά σε -ισμός δηλώνουν καλλιτεχνικά, λογοτεχνικά, φιλοσοφικά ή κοινωνικά ρεύματα και σχηματίζονται συνήθως με βάση λέξεις ξενικής προέλευσης ή αντιδάνεια. Για παράδειγμα, σύμφωνα με το ρεαλισμό ο καλλιτέχνης πρέπει να παρουσιάζει το αντικείμενό του όπως είναι στην πραγματικότητα.

ιμπεριαλισμός, ιμπρεσιονισμός, καπιταλισμός, κλασικισμός, ναζισμός, νατουραλισμός, ντανταϊσμός, ντετερμινισμός, ρατσισμός, ρεαλισμός, ρομαντισμός, σοσιαλισμός, σουρεαλισμός, στρουκτουραλισμός

Συχνά το -ισμός συνδυάζεται με κύρια ονόματα για να δηλώσει τη θεωρία ή την πρακτική που βασίζεται στις αρχές ορισμένου προσώπου.

βενιζελισμός, βουδισμός, δαρβινισμός, δονκιχοτισμός, θατσερισμός, ισλαμισμός, λενινισμός, μαζοχισμός, μαρξισμός, μωαμεθανισμός, ναρκισσισμός, σαδισμός, σοβινισμός, σταλινισμός, φροϊδισμός

⇨ Το πρόσωπο που πιστεύει ή εφαρμόζει αυτό που εκφράζει η λέξη σε -ισμός σχηματίζεται συνήθως σε -ιστής* (π.χ. ανθρωπισμός - ανθρωπιστής, βουδισμός - βουδιστής). Παράλληλα, συναντούμε και αντίστοιχα ρήματα σε -ίζω (π.χ. στρουθοκαμηλίζω, πιθηκίζω, φανατίζω, λαϊκίζω).

2. Ενέργειες, διαδικασίες και φαινόμενα

Το -ισμός εμφανίζεται επίσης σε ουσιαστικά που δηλώνουν επιστημονικές διαδικασίες ή φυσικά φαινόμενα. Για παράδειγμα, ο ηλιοτροπισμός είναι η ιδιότητα των φυτών να στρέφονται προς το ηλιακό φως.

αντικατοπτρισμός, απογαλακτισμός, γεωμαγνητισμός, ηλεκτρισμός (φυσ.), ηλιοτροπισμός (βιολ.), ιοντισμός (φυσ.), κυματισμός, μαγνητισμός (φυσ.), μεταγλωττισμός, μηχανισμός, παρασιτισμός, πολυμορφισμός (βιολ., φυσ.), υπνωτισμός, φωτισμός

✔ Τα ουσιαστικά σε -ισμός με αυτή τη σημασία προέρχονται είτε από ρήματα σε -ίζω για να δηλώσουν την αντίστοιχη ενέργεια (π.χ. φωτίζω - φωτισμός) είτε από ουσιαστικά ή επίθετα για να δηλώσουν ένα φαινόμενο ή μία διαδικασία που έχει σχέση με αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη (π.χ. μηχανή - μηχανισμός).

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

(ιατρ.) Ορισμένα ουσιαστικά σε -ισμός δηλώνουν μία σωματική ή ψυχική διαταραχή ή μία παθολογική κατάσταση. Για παράδειγμα, ο αλκοολισμός είναι η παθολογική εξάρτηση από το αλκοόλ.

αλκοολισμός, αυτισμός, γεροντισμός, γιγαντισμός, νανισμός, ραχιτισμός, στραβισμός, τραυλισμός, υπερθυρεοειδισμός, υποθυρεοειδισμός

(γλωσς.) Ορισμένα ουσιαστικά σε -ισμός δηλώνουν ένα γλωσσικό φαινόμενο (π.χ. τονισμός, συλλαβισμός) ή μία ιδιαίτερη τάση στη χρήση της γλώσσας. Για παράδειγμα, ο γαλλισμός είναι μία γλωσσική διατύπωση που θυμίζει τη γαλλική γλώσσα.

αγγλισμός, αττικισμός, γαλλισμός, καθαρευουσιανισμός, σολοικισμός, συλλαβισμός, τονισμός, τσιτακισμός

3 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.