Lexiscope: απομονώνομαι

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

α-πο-μο-νώ-νο-μαι

Morphology

απομονώνω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαπομονώνωαπομονώνουμε & απομονώνομε dial.
2ndαπομονώνειςαπομονώνετε
3rdαπομονώνειαπομονώνουν & απομονώνουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndαπομόνωνεαπομονώνετε
Present-Participleαπομονώνοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stαπομόνωσααπομονώσαμε
2ndαπομόνωσεςαπομονώσατε
3rdαπομόνωσεαπομόνωσαν & απομονώσαν oral. & απομονώσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαπομονώσωαπομονώσουμε & απομονώσομε dial.
2ndαπομονώσειςαπομονώσετε
3rdαπομονώσειαπομονώσουν & απομονώσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndαπομόνωσεαπομονώσετε & απομονώστε
Simple past-Infinitiveαπομονώσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stαπομόνωνααπομονώναμε
2ndαπομόνωνεςαπομονώνατε
3rdαπομόνωνεαπομόνωναν & απομονώναν oral. & απομονώνανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαπομονώνομαιαπομονωνόμαστε
2ndαπομονώνεσαιαπομονώνεστε & απομονωνόσαστε oral.
3rdαπομονώνεταιαπομονώνονται
Present-Imperative
Plural
2ndαπομονώνεστε
Present-Participleαπομονούμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stαπομονώθηκααπομονωθήκαμε
2ndαπομονώθηκεςαπομονωθήκατε
3rdαπομονώθηκεαπομονώθηκαν & απομονωθήκαν oral. & απομονωθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαπομονωθώαπομονωθούμε
2ndαπομονωθείςαπομονωθείτε
3rdαπομονωθείαπομονωθούν & απομονωθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndαπομονώσουαπομονωθείτε
Simple past-Infinitiveαπομονωθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stαπομονωνόμουν & απομονωνόμουνα oral. απομονωνόμασταν & απομονωνόμαστε
2ndαπομονωνόσουν & απομονωνόσουνα oral. απομονωνόσασταν & απομονωνόσαστε oral.
3rdαπομονωνόταν & απομονωνότανε oral. απομονώνονταν & απομονωνόντανε oral. & απομονωνόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleαπομονωμένος

Synonyms - Antonyms

απομονώνω v.

  1. Sαποχωρίζω, διαχωρίζω, ξεχωρίζω1, αποσπώ1: Απομόνωσε μια φράση από το κείμενο.
  2. Sαποξενώνω, αποκόβω2, απομακρύνω4: Κατόρθωσε να την απομονώσει από όλες τις φίλες της.
  3. Sθέτω σε απομόνωση: Απομόνωσαν τον κρατούμενο ως επικίνδυνο.

απομονώνομαι

Sαποσύρομαι, αποτραβιέμαι2, κλείνομαι στον εαυτό μου


2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.