Lexiscope: αποκαρδιωμένος

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

α-πο-καρ-δι-ω-μέ-νος

Morphology

αποκαρδιωμένος pp. pass. pnp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοαποκαρδιωμένοςοιαποκαρδιωμένοι
Genitiveτουαποκαρδιωμένουτωναποκαρδιωμένων
Accusativeτοναποκαρδιωμένοτουςαποκαρδιωμένους
Vocative αποκαρδιωμένε αποκαρδιωμένοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηαποκαρδιωμένηοιαποκαρδιωμένες
Genitiveτηςαποκαρδιωμένηςτωναποκαρδιωμένων
Accusativeτηναποκαρδιωμένητιςαποκαρδιωμένες
Vocative αποκαρδιωμένη αποκαρδιωμένες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοαποκαρδιωμένοτααποκαρδιωμένα
Genitiveτουαποκαρδιωμένουτωναποκαρδιωμένων
Accusativeτοαποκαρδιωμένοτααποκαρδιωμένα
Vocative αποκαρδιωμένο αποκαρδιωμένα

αποκαρδιώνω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαποκαρδιώνωαποκαρδιώνουμε & αποκαρδιώνομε dial.
2ndαποκαρδιώνειςαποκαρδιώνετε
3rdαποκαρδιώνειαποκαρδιώνουν & αποκαρδιώνουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndαποκαρδίωνεαποκαρδιώνετε
Present-Participleαποκαρδιώνοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stαποκαρδίωσααποκαρδιώσαμε
2ndαποκαρδίωσεςαποκαρδιώσατε
3rdαποκαρδίωσεαποκαρδίωσαν & αποκαρδιώσαν oral. & αποκαρδιώσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαποκαρδιώσωαποκαρδιώσουμε & αποκαρδιώσομε dial.
2ndαποκαρδιώσειςαποκαρδιώσετε
3rdαποκαρδιώσειαποκαρδιώσουν & αποκαρδιώσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndαποκαρδίωσεαποκαρδιώσετε & αποκαρδιώστε
Simple past-Infinitiveαποκαρδιώσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stαποκαρδίωνααποκαρδιώναμε
2ndαποκαρδίωνεςαποκαρδιώνατε
3rdαποκαρδίωνεαποκαρδίωναν & αποκαρδιώναν oral. & αποκαρδιώνανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαποκαρδιώνομαιαποκαρδιωνόμαστε
2ndαποκαρδιώνεσαιαποκαρδιώνεστε & αποκαρδιωνόσαστε oral.
3rdαποκαρδιώνεταιαποκαρδιώνονται
Present-Imperative
Plural
2ndαποκαρδιώνεστε
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stαποκαρδιώθηκααποκαρδιωθήκαμε
2ndαποκαρδιώθηκεςαποκαρδιωθήκατε
3rdαποκαρδιώθηκεαποκαρδιώθηκαν & αποκαρδιωθήκαν oral. & αποκαρδιωθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαποκαρδιωθώαποκαρδιωθούμε
2ndαποκαρδιωθείςαποκαρδιωθείτε
3rdαποκαρδιωθείαποκαρδιωθούν & αποκαρδιωθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndαποκαρδιώσουαποκαρδιωθείτε
Simple past-Infinitiveαποκαρδιωθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stαποκαρδιωνόμουν & αποκαρδιωνόμουνα oral. αποκαρδιωνόμασταν & αποκαρδιωνόμαστε
2ndαποκαρδιωνόσουν & αποκαρδιωνόσουνα oral. αποκαρδιωνόσασταν & αποκαρδιωνόσαστε oral.
3rdαποκαρδιωνόταν & αποκαρδιωνότανε oral. αποκαρδιώνονταν & αποκαρδιωνόντανε oral. & αποκαρδιωνόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleαποκαρδιωμένος

Synonyms - Antonyms

αποκαρδιώνω v.

Sαπογοητεύω, αποθαρρύνω Aεγκαρδιώνω

αποκαρδιώνομαι

Sτα βάφω μαύρα, με παίρνει από κάτω


1 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.