Lexiscope: αποδεκατίζω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

α-πο-δε-κα-τί-ζω

Morphology

αποδεκατίζω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαποδεκατίζωαποδεκατίζουμε & αποδεκατίζομε dial.
2ndαποδεκατίζειςαποδεκατίζετε
3rdαποδεκατίζειαποδεκατίζουν & αποδεκατίζουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndαποδεκάτιζεαποδεκατίζετε
Present-Participleαποδεκατίζοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stαποδεκάτισααποδεκατίσαμε
2ndαποδεκάτισεςαποδεκατίσατε
3rdαποδεκάτισεαποδεκάτισαν & αποδεκατίσαν oral. & αποδεκατίσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαποδεκατίσωαποδεκατίσουμε & αποδεκατίσομε dial.
2ndαποδεκατίσειςαποδεκατίσετε
3rdαποδεκατίσειαποδεκατίσουν & αποδεκατίσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndαποδεκάτισεαποδεκατίσετε & αποδεκατίστε
Simple past-Infinitiveαποδεκατίσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stαποδεκάτιζααποδεκατίζαμε
2ndαποδεκάτιζεςαποδεκατίζατε
3rdαποδεκάτιζεαποδεκάτιζαν & αποδεκατίζαν oral. & αποδεκατίζανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαποδεκατίζομαιαποδεκατιζόμαστε
2ndαποδεκατίζεσαιαποδεκατίζεστε & αποδεκατιζόσαστε oral.
3rdαποδεκατίζεταιαποδεκατίζονται
Present-Imperative
Plural
2ndαποδεκατίζεστε
Present-Participleαποδεκατιζόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stαποδεκατίστηκα & αποδεκατίσθηκα learn. αποδεκατιστήκαμε & αποδεκατισθήκαμε learn.
2ndαποδεκατίστηκες & αποδεκατίσθηκες learn. αποδεκατιστήκατε & αποδεκατισθήκατε learn.
3rdαποδεκατίστηκε & αποδεκατίσθηκε learn. αποδεκατίστηκαν & αποδεκατίσθηκαν learn. & αποδεκατιστήκαν oral. & αποδεκατιστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαποδεκατιστώ & αποδεκατισθώ learn. αποδεκατιστούμε & αποδεκατισθούμε learn.
2ndαποδεκατιστείς & αποδεκατισθείς learn. αποδεκατιστείτε & αποδεκατισθείτε learn.
3rdαποδεκατιστεί & αποδεκατισθεί learn. αποδεκατιστούν & αποδεκατισθούν learn. & αποδεκατισθούνε learn. & αποδεκατιστούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndαποδεκατίσουαποδεκατιστείτε & αποδεκατισθείτε learn.
Simple past-Infinitiveαποδεκατιστεί & αποδεκατισθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stαποδεκατιζόμουν & αποδεκατιζόμουνα oral. αποδεκατιζόμασταν & αποδεκατιζόμαστε
2ndαποδεκατιζόσουν & αποδεκατιζόσουνα oral. αποδεκατιζόσασταν & αποδεκατιζόσαστε oral.
3rdαποδεκατιζόταν & αποδεκατιζότανε oral. αποδεκατίζονταν & αποδεκατιζόντανε oral. & αποδεκατιζόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleαποδεκατισμένος

Synonyms - Antonyms

αποδεκατίζω v.

Sεξολοθρεύω, εξοντώνω1, ξεκληρίζω, αφανίζω: Η πείνα και οι επιδημίες αποδεκάτισαν τον πληθυσμό.


5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.