Lexiscope: αποβιβάζω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

α-πο-βι-βά-ζω

Morphology

αποβιβάζω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαποβιβάζωαποβιβάζουμε & αποβιβάζομε dial.
2ndαποβιβάζειςαποβιβάζετε
3rdαποβιβάζειαποβιβάζουν & αποβιβάζουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndαποβίβαζεαποβιβάζετε
Present-Participleαποβιβάζοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stαποβίβασααποβιβάσαμε
2ndαποβίβασεςαποβιβάσατε
3rdαποβίβασεαποβίβασαν & αποβιβάσαν oral. & αποβιβάσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαποβιβάσωαποβιβάσουμε & αποβιβάσομε dial.
2ndαποβιβάσειςαποβιβάσετε
3rdαποβιβάσειαποβιβάσουν & αποβιβάσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndαποβίβασεαποβιβάσετε & αποβιβάστε
Simple past-Infinitiveαποβιβάσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stαποβίβαζααποβιβάζαμε
2ndαποβίβαζεςαποβιβάζατε
3rdαποβίβαζεαποβίβαζαν & αποβιβάζαν oral. & αποβιβάζανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαποβιβάζομαιαποβιβαζόμαστε
2ndαποβιβάζεσαιαποβιβάζεστε & αποβιβαζόσαστε oral.
3rdαποβιβάζεταιαποβιβάζονται
Present-Imperative
Plural
2ndαποβιβάζεστε
Present-Participleαποβιβαζόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stαποβιβάστηκα & αποβιβάσθηκα learn. αποβιβαστήκαμε & αποβιβασθήκαμε learn.
2ndαποβιβάστηκες & αποβιβάσθηκες learn. αποβιβαστήκατε & αποβιβασθήκατε learn.
3rdαποβιβάστηκε & αποβιβάσθηκε learn. αποβιβάστηκαν & αποβιβάσθηκαν learn. & αποβιβαστήκαν oral. & αποβιβαστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαποβιβαστώ & αποβιβασθώ learn. αποβιβαστούμε & αποβιβασθούμε learn.
2ndαποβιβαστείς & αποβιβασθείς learn. αποβιβαστείτε & αποβιβασθείτε learn.
3rdαποβιβαστεί & αποβιβασθεί learn. αποβιβαστούν & αποβιβασθούν learn. & αποβιβασθούνε learn. & αποβιβαστούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndαποβιβάσουαποβιβαστείτε & αποβιβασθείτε learn.
Simple past-Infinitiveαποβιβαστεί & αποβιβασθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stαποβιβαζόμουν & αποβιβαζόμουνα oral. αποβιβαζόμασταν & αποβιβαζόμαστε
2ndαποβιβαζόσουν & αποβιβαζόσουνα oral. αποβιβαζόσασταν & αποβιβαζόσαστε oral.
3rdαποβιβαζόταν & αποβιβαζότανε oral. αποβιβάζονταν & αποβιβαζόντανε oral. & αποβιβαζόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleαποβιβασμένος

Synonyms - Antonyms

αποβιβάζω v.

Sκατεβάζω6, αφήνω4: Το λεωφορείο αποβιβάζει τους επιβάτες στο σταθμό. Aεπιβιβάζω

αποβιβάζομαι

Sκατεβαίνω4: Αποβιβάστηκαν στο νησί. Aεπιβιβάζομαι


9 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.