Lexiscope: απεξάρτηση

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

α-πε-ξάρ-τη-ση

Morphology

απεξάρτηση n. fem.

SingularPlural
Nominativeηαπεξάρτηση & αποεξάρτησηοιαπεξαρτήσεις & αποεξαρτήσεις
Genitiveτηςαπεξάρτησης & αποεξάρτησης & απεξαρτήσεως learn. & αποεξαρτήσεως learn. τωναπεξαρτήσεων & αποεξαρτήσεων
Accusativeτηναπεξάρτηση & αποεξάρτησητιςαπεξαρτήσεις & αποεξαρτήσεις
Vocative απεξάρτηση & αποεξάρτηση απεξαρτήσεις & αποεξαρτήσεις

Synonyms - Antonyms

απεξάρτηση n.

  1. Sαπελευθέρωση3, ανεξαρτητοποίηση Aεξάρτηση1
  2. Sαποτοξίνωση

Προθήματα - Επιθήματα

απο- [apo]

από- [apó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
απ- [ap] πριν από φωνήεν
αφ- [af] παλαιότερα, πριν από δασυνόμενο φωνήεν

Προέρχεται από την πρόθεση από.

1. Απομάκρυνση, αποχή, αφαίρεση

Το απο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι αφαιρείται ή απομακρύνεται από κάτι άλλο. Για παράδειγμα, όταν κάνουμε αποτρίχωση αφαιρούμε τις τρίχες από κάποιο μέρος του σώματος· όταν κάποιος αποβιώνει φεύγει από τη ζωή· όταν κάνουμε απεργία απέχουμε από την εργασία μας (δηλ. δε δουλεύουμε).

απεργία

απόδημος, -η, -ο

απασφαλίζω

απογαλακτισμός

αποκεντρωτικός, -ή, -ό

απογειώνω

απογείωση

απότακτος, -η, -ο

αποδεσμεύω

αποδέσμευση

αποτριχωτικός, -ή, -ό

αποκεφαλίζω

αποθηλασμός

αφοπλιστικός, -ή, -ό

απολυμαίνω

αποκέντρωση

απονευρώνω

αποκεφαλισμός

αποτριχώνω

απολέπιση

αποφλοιώνω

απολύμανση

αποφοιτώ

απολυτήριο

αποχωρώ

απονεύρωση

αφαλατώνω

απορρυπαντικό

αφοπλίζω

αποσμητικό

αφυδατώνω

αποτοξίνωση

αποτρίχωση

αποφοίτηση

αποχώρηση

αφοπλισμός

2. Αντίθεση, έλλειψη, στέρηση

Το απο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μια κατάσταση ή ένα γεγονός ακυρώνεται ή αντιστρέφεται. Για παράδειγμα, η απαισιοδοξία είναι η έλλειψη αισιοδοξίας· όταν ένας οργανισμός αποδυναμώνεται χάνει τις δυνάμεις του.

απαισιοδοξία

απεξαρτημένος, -η, -ο

απογοητεύω

απεξάρτηση

απογοητευτικός, -ή, -ό

αποδιοργανώνω

απογοήτευση

αποθαρρυντικός, -ή, -ό

αποδυναμώνω

αποδιοργάνωση

αποκαλυπτήριος, -α, -ο

αποθαρρύνω

αποθάρρυνση

αποκαλυπτικός, -ή, -ό

αποκαλύπτω

αποκάλυψη

αποκωδικοποιώ

αποκωδικοποίηση

απομαγνητοφωνώ

αποκωδικοποιητής

απομυθοποιώ

απομαγνητοφώνηση

αποπροσανατολίζω

απομυθοποίηση

αποποινικοποίηση

αποπροσανατολισμός

3. Ολοκλήρωση

Το απο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν το τέλος μιας διαδικασίας η οποία συνήθως έχει ολοκληρωθεί με επιτυχία. Για παράδειγμα, όταν αποφοιτούμε από μια σχολή ολοκληρώνουμε τη φοίτησή μας μετά από έναν κύκλο σπουδών, ενώ η αποθεραπεία είναι το τελικό στάδιο μιας θεραπείας με στόχο την πλήρη αποκατάσταση.

αποθεραπεία

αποθεραπεύω

αποκορύφωμα

αποκορυφώνεται

αποκορύφωση

αποπερατώνω

αποπεράτωση

αποτελειώνω

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Ουσιαστικά με το απο- δηλώνουν αυτό που μένει μετά την ολοκλήρωση μιας ενέργειας.

αποκαΐδι, απομεινάρι, αποτσίγαρο, αποφάγια

4. Απόκτηση ιδιότητας

Το απο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι αποκτά μια ιδιότητα που δεν είχε πριν. Για παράδειγμα, όταν ένας λαός απελευθερώνεται αποκτά την ελευθερία του μετά από μια περίοδο ξένης κατοχής, ενώ η απανθράκωση ενός υλικού είναι η μετατροπή του σε κάρβουνο (άνθρακα) με τη χρήση της φωτιάς.

απανθράκωση

απαθανατίζω

απολίθωμα

απελευθερώνω

αποξένωση

αποβλακώνω

αποσαφήνιση

απογυμνώνω

αποστείρωση

αποκρυσταλλώνω

απολιθώνω

αποξενώνω

αποξηραίνω

αποστειρώνω

εκ- [ek]

έκ- [ék] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
εξ- [eks] και έξ- [éks] πριν από φωνήεν

Προέρχεται από την αρχαία πρόθεση εκ.

1. Προς τα έξω

Το εκ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν κίνηση προς τα έξω. Για παράδειγμα, όταν ένα τρένο εκτροχιάζεται βγαίνει έξω από την τροχιά του, ενώ με την εκπνοή αφήνουμε τον αέρα να βγει από τα πνευμόνια μας.

εκπνοή

εκπαραθυρώνω

εκροή

εκστομίζω

εκφορά

εκσφενδονίζω

εξαγωγή

εκτοξεύω

εξιτήριο

εκτροχιάζω

έξοδος

εξάγω

εξέρχομαι

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το εισ-* (π.χ. εξέρχομαιεισέρχομαι, εκπνοήεισπνοή).

2. Εκτός ορίων

Το εκ- σχηματίζει επίθετα που δηλώνουν ότι κάτι βρίσκεται ή κινείται εκτός κάποιων ορίων. Για παράδειγμα, μία έκνομη πράξη είναι έξω από το νόμο, παράνομη, ενώ όταν καταθέτουμε κάτι εκπρόθεσμα το καταθέτουμε μετά τη λήξη της προθεσμίας.

έκνομος, -η, -ο, εκπρόθεσμος, -η, -ο, έκρυθμος, -η, -ο

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το εν-* (π.χ. έκνομοςέννομος, εκπρόθεσμοςεμπρόθεσμος).

3. Απομάκρυνση, αφαίρεση

Το εκ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν την απομάκρυνση ή την αφαίρεση ενός πράγματος από κάτι άλλο. Για παράδειγμα, ο εκπατρισμός είναι η απομάκρυνση από την πατρίδα ή η εγκατάλειψή της· όταν κανείς εκριζώνει ένα δέντρο το αφαιρεί μαζί με τις ρίζες του από το έδαφος.

εκπατρισμός

εκθεμελιώνω

εκπωμάτιση

εκθρονίζω

εκφυλισμός

εκριζώνω

εκχιονισμός

εκτοπίζω

εκχύμωση

εκφορτώνω

εξαερισμός

εκχερσώνω

εξαέρωση

4. Απόκτηση ιδιότητας

Το εκ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι μεταβάλλεται αποκτώντας μια ιδιότητα που δεν είχε παλιότερα. Για παράδειγμα, με τον εκσυγχρονισμό κάτι παλιό αποκτά σύγχρονα χαρακτηριστικά· όταν εκλαϊκεύουμε μια επιστημονική θεωρία τη διατυπώνουμε με απλά λόγια για να την καταλαβαίνουν όλοι.

εκδημοκρατισμός

εκθηλύνω

εκθήλυνση

εκκενώνω

εκκένωση

εκλαϊκεύω

εκλαΐκευση

εκλεπτύνω

εκλατινισμός

εκμοντερνίζω

εκλέπτυνση

εκπολιτίζω

εκλογίκευση

εκσυγχρονίζω

εκμοντερνισμός

εξαθλιώνω

εκσυγχρονισμός

εξατμίζω

εξαθλίωση

εξελληνίζω

εξάτμιση

εξευρωπαΐζω

εξελληνισμός

εξευρωπαϊσμός


3 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.