Lexiscope: απελπίζομαι

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

α-πελ-πί-ζο-μαι

Morphology

απελπίζω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαπελπίζωαπελπίζουμε & απελπίζομε dial.
2ndαπελπίζειςαπελπίζετε
3rdαπελπίζειαπελπίζουν & απελπίζουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndαπέλπιζεαπελπίζετε
Present-Participleαπελπίζοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stαπέλπισααπελπίσαμε
2ndαπέλπισεςαπελπίσατε
3rdαπέλπισεαπέλπισαν & απελπίσαν oral. & απελπίσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαπελπίσωαπελπίσουμε & απελπίσομε dial.
2ndαπελπίσειςαπελπίσετε
3rdαπελπίσειαπελπίσουν & απελπίσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndαπέλπισεαπελπίσετε & απελπίστε
Simple past-Infinitiveαπελπίσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stαπέλπιζααπελπίζαμε
2ndαπέλπιζεςαπελπίζατε
3rdαπέλπιζεαπέλπιζαν & απελπίζαν oral. & απελπίζανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαπελπίζομαιαπελπιζόμαστε
2ndαπελπίζεσαιαπελπίζεστε & απελπιζόσαστε oral.
3rdαπελπίζεταιαπελπίζονται
Present-Imperative
Plural
2ndαπελπίζεστε
Present-Participleαπελπιζόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stαπελπίστηκα & απελπίσθηκα learn. απελπιστήκαμε & απελπισθήκαμε learn.
2ndαπελπίστηκες & απελπίσθηκες learn. απελπιστήκατε & απελπισθήκατε learn.
3rdαπελπίστηκε & απελπίσθηκε learn. απελπίστηκαν & απελπίσθηκαν learn. & απελπιστήκαν oral. & απελπιστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαπελπιστώ & απελπισθώ learn. απελπιστούμε & απελπισθούμε learn.
2ndαπελπιστείς & απελπισθείς learn. απελπιστείτε & απελπισθείτε learn.
3rdαπελπιστεί & απελπισθεί learn. απελπιστούν & απελπισθούν learn. & απελπισθούνε learn. & απελπιστούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndαπελπίσουαπελπιστείτε & απελπισθείτε learn.
Simple past-Infinitiveαπελπιστεί & απελπισθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stαπελπιζόμουν & απελπιζόμουνα oral. απελπιζόμασταν & απελπιζόμαστε
2ndαπελπιζόσουν & απελπιζόσουνα oral. απελπιζόσασταν & απελπιζόσαστε oral.
3rdαπελπιζόταν & απελπιζότανε oral. απελπίζονταν & απελπιζόντανε oral. & απελπιζόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleαπελπισμένος

Synonyms - Antonyms

απελπίζω v.

Sαπογοητεύω, καταπτοώ learn, αποθαρρύνω, αποκαρδιώνω: Η πρώτη του αποτυχία τον είχε απελπίσει. Aενθαρρύνω

απελπίζομαι

Sμε παίρνει από κάτω, τα βάφω μαύρα Aαναθαρρεύω


1 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.